"Φελιτσιτά" της Μάρως Δούκα

Ο Κωνσταντίνος Καβουράκης ήθελε να γίνει αστυνοµικός, ήθελε να ζει για πάντα αγαπηµένος µε την Ελένη του και τα τρία παιδιά τους, ήθελε να τον σέβονται... Μια µέρα, που ο θυµός θα τον κάνει για άλλη µια φορά να παραφερθεί, θα αντιµετωπίσει την αντίσταση του µεγάλου του γιου, θα νιώσει εκδιωγµένος από το σπίτι του, και από τα Σεπόλια θα βρεθεί άστεγος στο κέντρο της Αθήνας.
Αντιµετωπίζει τις δυσκολίες και τους κινδύνους της καινούριας του συνθήκης, αναπολεί τη ζωή του και βρίσκει συµπαράσταση και καλοσύνη από άλλους απόκληρους. Και αν αυτό δεν είναι ευτυχία, τουλάχιστον η Φελιτσιτά, µια ασπρόµαυρη γάτα που συχνάζει στα πέριξ της πλατείας Αγίας Ειρήνης, του ζεσταίνει την καρδιά.
Τα µέλη της οικογένειάς του, όµως, έχουν το καθένα τη δική του εκδοχή για το παρελθόν, το παρόν και το τι µέλλει γενέσθαι. Πέντε πρόσωπα, το καθένα µε τα δικά του βάρη, τις έγνοιες και τα βάσανα, θέλουν να πουν τη δική τους ιστορία –το διήγηµα της δικής τους ιστορίας–, που συµπλέκεται µε το µυθιστόρηµα της οικογενειακής ζωής.
Εξοµολογητικό, γλυκόπικρο, ακαριαία τρυφερό, ένα µυθιστόρηµα σαν φευγαλέο χάδι στους ανθρώπους που ραγίζουν αθόρυβα δίπλα µας.

"Ραδιοκασετόφωνο" του Ιάκωβου Ανυφαντάκη

O Ηλίας έχει σχεδόν τα πάντα στη ζωή του. Έναν γιο, μία πρώην γυναίκα, μία πρώην ερωμένη που ίσως ξαναγίνει νυν, ένα πανάκριβο αυτοκίνητο, τρία μαγαζιά, αρκετά σπίτια και πάρα πολλά χρήματα. Εδώ και λίγες ώρες, όμως, δεν έχει πατέρα. Aλλά αυτό δεν είναι κάτι που τον στενοχωρεί ιδιαίτερα.
Ταξιδεύοντας για την κηδεία στο χωριό όπου γεννήθηκε, μαζί με τον γιο του, επιστρέφει σε μια άλλη εποχή, τότε που τα σπίτια έμεναν ξεκλείδωτα τη νύχτα, οι γάμοι κρατούσαν για πάντα, οι πατεράδες δεν ήξεραν ότι έπρεπε να είναι και μπαμπάδες, οι άνθρωποι πήγαιναν φυλακή για μια ιδέα. Και υπήρχαν ραδιοκασετόφωνα.
Ένα βιβλίο για τους γονείς που θα έκαναν τα πάντα για τα παιδιά τους. Εκτός από το να τα κάνουν ευτυχισμένα.

"Σαν Μήδεια" του Μάνου Κοντολέων

«Σαν Μήδεια!» λένε. Αλλά ποια ήταν η Μήδεια; Ναι, ξέρω!
Γνωστή τόσους αιώνες τώρα για εκείνες τις μέρες που βρέθηκε πρόσφυγας στην Κόρινθο, που ο Ιάσονας την εγκατέλειψε και εκείνη για να τον εκδικηθεί σκοτώνει τα δυο παιδιά τους. Τα πιο πριν γεγονότα της ζωής της ίσως ελάχιστοι και ελάχιστα τα γνωρίζουν. Εντάσσονται όλα σχεδόν στην εξιστόρηση της Αργοναυτικής Εκστρατείας, που σημαίνει πως έχουν να κάνουν με τα σχέδια του ίδιου του Ιάσονα και τη βοήθεια που η Μήδεια του προσέφερε. Βοηθός εκείνου η ίδια, ασπίδα προστασίας του.
Ποιες, όμως, οι δικές της σκέψεις; Ποια τα δικά της όνειρα;
Μια γυναίκα που παίρνει απάνω της τη ρετσινιά της σατανικής μάγισσας για να εξυπηρετήσει τον εραστή της και που στη συνέχεια βάφει τα χέρια της με το αίμα των παιδιών της για να εκδικηθεί τον προδότη του έρωτά της.
Παιδοκτονία για λόγους ερωτικής εκδίκησης.
Δε με έπειθε αυτή η ερμηνεία.
Κι έτσι αποφάσισα να διαβάσω με άλλη ματιά μια παλιά ιστορία και στη συνέχεια να γράψω το μυθιστόρημα μιας κάπως διαφορετικής γυναίκας.
Σαν Μήδεια, λοιπόν, και ο τίτλος του.

"Η ατίθαση καρδιά της Ολίβα Ντενάρο" της Viola Ardone

«Το κουράγιο είναι σαν ένα φυτό» λέει «πρέπει να το φροντίσεις, να του ρίξεις χώμα, να το ποτίσεις, να έχει ήλιο και φως».
Το 1960 η Ολίβα Ντενάρο είναι δεκαπέντε χρονών, ζει σ’ ένα χωριό της Σικελίας και τολμά να αμφισβητεί τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις της μικρής κοινωνίας, αγνοώντας τους συνομηλίκους της που την κοροϊδεύουν, τη μητέρα της που τη μαλώνει και το σώμα της που αλλάζει. Ενθουσιώδης και ανέμελη, απολαμβάνει την παιδική της ελευθερία, τρέχει μέχρι να της κοπεί η ανάσα, μαζεύει σαλιγκάρια με τον πατέρα της και ρίχνει πέτρες με τη σφεντόνα σε όποιον φέρεται άσχημα στον φίλο της Σάρο. Αν και ξέρει ότι δε γίνεται να σταματήσει να μεγαλώνει, για την Ολίβα το να γίνεις γυναίκα σημαίνει να αρνηθείς τον εαυτό σου.
Κι όμως, η βίαιη είσοδος στην ενηλικίωση θα ξεκινήσει όταν απλώς ένα αγόρι, ο Πίνο Πατερνό, θα της ζητήσει να μοιραστούν ένα πορτοκάλι. Η Ολίβα –με την επίμονη προειδοποίηση της μητέρας της, «κορίτσι που χαμογελάει έχει ήδη πει ναι», να αντηχεί στ’ αυτιά της– απορρίπτει τρομοκρατημένη την πρόταση. Η άρνησή της όμως θα πυροδοτήσει το ερωτικό ενδιαφέρον του Πατερνό, που θα την εκθέσει στο πανηγύρι του χωριού. Και δε θα σταματήσει εκεί…
Ενάντια σε όλες τις προβλέψεις, η Ολίβα θα αντισταθεί στο εθιμικό δίκαιο, «η κοπέλα είναι μια στάμνα, όποιος τη σπάει την παίρνει», θα αγωνιστεί για το δικαίωμά της να πει «όχι» και θα δώσει μάχη για την ανεξαρτησία της καθώς θα συνειδητοποιεί ότι «δεν είναι εύθραυστη η γυναίκα, εύθραυστος είναι όποιος εκτίθεται στην αδικία».
Βασισμένη σε πραγματική ιστορία, η Ατίθαση καρδιά της Ολίβα Ντενάρο είναι ένα λυτρωτικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης.

"Μαύρος χειμώνας στην Μπολόνια. Μια έρευνα του επιθεωρητή Ντε Λούκα" του Carlo Lucarelli

Ιταλία, 1944. Η Μπολόνια ζει τον πιο «μαύρο» χειμώνα της. Η πόλη βρίσκεται υπό γερμανική κατοχή και ασφυκτιά στη μέγκενη της παγωνιάς, πληγωμένη από τους βομβαρδισμούς. Ο επιθεωρητής Ντε Λούκα νιώθει καθημερινά πως ζει μια κάθοδο στην Κόλαση• τώρα πια υπηρετεί στην Πολιτική Αστυνομία της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας, του ιδιότυπου φασιστικού κράτους με έδρα το Σαλό, που ίδρυσε ο Μουσσολίνι στη Βόρεια Ιταλία, σε συνεργασία με τη ναζιστική Γερμανία. Ώσπου συμβαίνει κάτι. Στο κέντρο της Μπολόνιας, που το φρουρούν Γερμανοί στρατιώτες, εντοπίζονται τρία πτώματα. Πρόκειται για τρεις δολοφονίες τις οποίες ο Ντε Λούκα θα αναγκαστεί να ερευνήσει για λογαριασμό τριών διαφορετικών εντολέων με αντικρουόμενα συμφέροντα και απόλυτη βεβαιότητα πως μονάχα εκείνος μπορεί να τους βοηθήσει...

"Η χώρα των χαμένων θεών" του Ahmet Ümit

Όταν οι θεοί το απαιτούν, υπάρχει πάντα κάποιος που πρέπει να θυσιαστεί...
Μέσα στους πολύβουους δρόµους του Βερολίνου, ανάµεσα στο πλήθος των νέων καλλιτεχνών, των κυνηγηµένων από τους πολέµους ανθρώπων και των καταλήψεων, µια δραστήρια αστυνοµικίνα τουρκικής καταγωγής, η Γιλντίζ Καράσου, προσπαθεί, µε τη βοήθεια του φιλότιµου συνεργάτη της Τοµπίας Μπέκερ, να βρει την άκρη του νήµατος σε µια σειρά φόνων που συνδέονται µε ένα από τα πιο εµβληµατικά µνηµεία του µεγαλύτερου αρχαιολογικού µουσείου της πόλης, του Μουσείου της Περγάµου...
Η χώρα των χαµένων θεών είναι ένα µυθιστόρηµα που συνδυάζει αριστοτεχνικά την αστυνοµική πλοκή µε την αρχαιολογία και τη µυθολογία, ένα βιβλίο για την αµετάβλητη φύση του εγκλήµατος ανά τους αιώνες και τους πολιτισµούς.

"Η ετυμηγορία του Καραβάτζο" του Marco De Franchi

Ένα δωδεκάχρονο παιδί που βρέθηκε να τρέχει γυμνό μέσα στη νύχτα σ’ έναν επαρχιακό δρόμο της Τοσκάνης. Ο Φόσκο Ανιέλλι υποστηρίζει ότι τον απήγαγαν αλλά κατάφερε να το σκάσει τρέχοντας στα χωράφια. Κανένας δεν τον πιστεύει ή ίσως κανένας δεν προσπάθησε να τον ακούσει πραγματικά. Εκτός από εμένα. Και ξέρω ότι στην ιστορία αυτή κρύβεται κάτι τρομερό. Κάτι μεγαλύτερο από αυτόν και, ίσως, κι από μένα. Μα τι μπορεί να είναι; Μόνο όταν εξαφανίζεται άλλο ένα παιδί αρχίζω να διακρίνω μια χαραμάδα φωτός για να συνεχίσω την έρευνά μου. Ο Φόσκο και ο Αντρέα ζουν μακριά ο ένας από τον άλλο, δε γνωρίζονται, δε φαίνεται να τους συνδέει τίποτα. Εκτός από ένα ασύλληπτο πράγμα: είναι ολόιδιοι, θα μπορούσαν να είναι δίδυμοι. Ο Αντρέα όμως παραμένει χαμένος: εναπόκειται σ’ εμένα να τον βρω, να ξετρυπώσω αυτόν που σκότωσε τον πατέρα του και τον πήρε από τη μητέρα του. Εναπόκειται σ’ εμένα να του σώσω τη ζωή. Αλλά μόνη μου δεν μπορώ να τα καταφέρω, χρειάζομαι βοήθεια. Ο μόνος άνθρωπος που με πιστεύει είναι ο Φάμπιο Κόστα, ένας ξεπεσμένος αστυνόμος με σκοτεινό παρελθόν, εξορισμένος σε ένα μικρό επαρχιακό τμήμα. Με λένε Βαλεντίνα Μέντιτσι, είμαι η νεότερη αστυνόμος της Κεντρικής Επιχειρησιακής Μονάδας και αυτή είναι η πρώτη μου πραγματική έρευνα. Και κινδυνεύει να είναι και η τελευταία της ζωής μου. Γιατί κανείς δεν μπορεί να πέσει σε ένα τόσο μαύρο, τόσο βαθύ πηγάδι και να ελπίζει πως θα ξανανέβει στην επιφάνεια άθικτος.

"Οι Φωτεινοί Αιώνες. Μια νέα ιστορία της μεσαιωνικής Ευρώπης" των Matthew Gabriele & David M. Perry

Η λέξη «μεσαιωνικός» φέρνει στον νου εικόνες των «Σκοτεινών Χρόνων», αιώνων άγνοιας, δεισιδαιμονιών, στασιμότητας, αγριότητας και ανύπαρκτης υγιεινής. Όμως ο μύθος του σκότους συσκοτίζει την αλήθεια. Το βιβλίο αυτό «αποκαθιστά» τον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα και προσεγγίζει αυτή την εποχή, που εκτείνεται από τον πέμπτο ως τον δέκατο τέταρτο αιώνα, σε όλη την πολυπλοκότητα και την εγγενή ανθρωπιά της, φωτίζοντας τόσο την ομορφιά όσο και τις φρικαλεότητές της.
Οι Φωτεινοί Αιώνες μάς ταξιδεύουν σε διάστημα δέκα αιώνων και διασχίζουν την Ευρώπη και τη Μεσόγειο, την Ασία και την Αφρική, παρουσιάζοντας γνωστά πρόσωπα και γεγονότα υπό νέο φως. Βλέπουμε με νέα ματιά την πτώση της Ρώμης, τον Καρλομάγνο, τους Βίκινγκ, τις Σταυροφορίες και τον Μαύρο Θάνατο, αλλά και την πολυθρησκευτική εμπειρία της Ιβηρικής, την άνοδο του Βυζαντίου, την ιδιοφυΐα της Χίλντεγκαρντ και τη δύναμη που είχαν διάφορες βασίλισσες.
Οι Φωτεινοί Αιώνες ξεκινούν κάτω από τα χρυσά άστρα που δημιούργησε μια αυτοκράτειρα με γερμανικές, ρωμαϊκές, ισπανικές, βυζαντινές και χριστιανικές καταβολές και τελειώνουν σχεδόν 1.000 χρόνια αργότερα με τον ποιητή Δάντη να γράφει, εμπνευσμένος από αυτόν τον λαμπυρίζοντα ουράνιο θόλο, ένα έπος για τον Παράδεισο και την Κόλαση που αντέχει μέχρι σήμερα ως λογοτεχνικό αριστούργημα. Οι Φωτεινοί Αιώνες μάς υπενθυμίζουν πόσο διαπερατά είναι τα σύνορα που δημιουργούν οι άνθρωποι και πόσους δυνητικούς κόσμους περικλείει πάντα για εμάς το παρελθόν. Ο Μεσαίωνας μπορεί να ήταν ένας κόσμος «τον οποίο φώτιζε μόνο η φωτιά», όμως ήταν ένας κόσμος του οποίου οι δαυλοί φώτιζαν τα υπέροχα βιτρό των καθεδρικών ναών, ακόμη και αν προέρχονταν από την πυρά για τους αιρετικούς.

"Γούστο" του Giorgio Agamben

Ένας κοινός τόπος θέλει τη γεύση, gusto στα λατινικά, το γούστο λοιπόν, να είναι το όργανο με το οποίο γνωρίζουμε την ομορφιά και απολαμβάνουμε τα ωραία πράγματα. Πίσω από αυτή τη συμφιλιωτική πρόσοψη, o Ιταλός φιλόσοφος Giorgio Agamben αντίθετα αποκαλύπτει τον κάθε άλλο παρά καθησυχαστικό χαρακτήρα ενός ρήγματος, που διχάζει αμετάκλητα το υποκείμενο. Στο σταυροδρόμι της αλήθειας και της ομορφιάς, της νόησης και της απόλαυσης, το γούστο εμφανίζεται σαν τη γνώση την οποία το υποκείμενο δεν γνωρίζει και σαν την απόλαυση την οποία δεν απολαμβάνει. Από αυτή τη νέα οπτική γωνία, αισθητική και οικονομία, homo aestheticus και homo economicus φανερώνουν τη μυστική και παράξενη συνενοχή τους. Με το "Γούστο", ο Agamben εμβαθύνει στην ιστορία της φιλοσοφίας, φτάνοντας μέχρι τις απαρχές της αισθητικής, για να ανακτήσει κριτικά τις ρίζες μιας κεντρικής έννοιας για τον δυτικό πολιτισμό. Ο Agamben είναι ο σπάνιος συγγραφέας του οποίου οι ιδέες και τα έργα έχουν ευρεία απήχηση σε πολλά πεδία, και με το "Γούστο" στρέφει την κριτική του ματιά στο πεδίο της δυτικής τέχνης και αισθητικής. Το δοκίμιο αυτό, που γράφτηκε αρχικά το 1979, ρίχνει φως σε μια βασική κατηγορία του πρόσφατου έργου του, και υπόσχεται να απασχολήσει όχι μόνο τους αναγνώστες των φιλοσοφικών και κοινωνιολογικών κειμένων του Agamben, όπως και των κειμένων λογοτεχνικής κριτικής του, αλλά και το κοινό των θεωρητικών και ιστορικών της τέχνης.