"Ο Φύλακας Δαίμονάς μου" του Γιάννη Ε. Μαντούση

Υπάρχουν ακόμα λίγα απομεινάρια προσωρινής ευτυχίας στα ερείπια της καθημερινότητάς μου.
«Μου κάνεις και εμένα έναν καφέ, σκέτο αν γίνεται;» ακούω μια αντρική φωνή να λέει.
Το ποτήρι με τον καφέ που κρατούσα μου φεύγει από το χέρι, πέφτει στο χαλί της κουζίνας, δε σπάει, αλλά όλος ο καφές χύνεται στο πάτωμα. Στα επόμενα χιλιοστά του δευτερολέπτου, κινώ το κεφάλι μου προς την κατεύθυνση που ακούστηκε αυτή η φωνή, η οποία δε θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να ακουστεί μια και γνώριζα μέχρι πριν λίγες στιγμές πάρα πολύ καλά ότι ήμουν ολομόναχος στο σπίτι. Μέχρι πριν λίγα δέκατα του δευτερολέπτου. Καθώς ολοκληρώνω την κίνησή μου, βλέπω μπροστά μου, σε απόσταση λίγων μέτρων, το “κοράκι” που είδα στο νοσοκομείο κάποιες ώρες πριν. Κάθεται στον καναπέ άνετος, σταυροπόδι, έχει το ίδιο ειρωνικό βλέμμα και φοράει ακριβώς τα ίδια ρούχα που φορούσε στο νοσοκομείο.
«Θα πρέπει να είσαι πιο προσεχτικός», μου λέει σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Το βλέμμα μου έχει μείνει παγωμένο απάνω του και το στόμα μου είναι ανοιχτό.