Συνοπτική περίληψη του έργου:
Η Gertrude Baniszewski είναι μια συνηθισμένη νοικοκυρά με έξι παιδιά που δέχεται να φιλοξενήσει έναντι αντιτίμου δυο μικρές αδερφές στο σπίτι της, καθώς οι γονείς των δύο κοριτσιών θα βρίσκονται εκτός πόλης για αρκετό χρονικό διάστημα.
Η μοίρα των δυο κοριτσιών θα αλλάξει δραματικά καθώς η Gertrude θα δείξει στα δυο κορίτσια το πραγματικό της πρόσωπο, διαπράττοντας ένα από τα πιο συγκλονιστικά εγκλήματα των τελευταίων ετών.

Προσωπική άποψη:
Υπάρχουν ταινίες που κατά την παρακολούθησή τους σου προκαλούν ένα αίσθημα θυμού το οποίο δεν είσαι σίγουρος για το που πρέπει να το αποδώσεις. Στην συγκεκριμένη περίπτωση η πηγή του αισθήματος αυτού και κατ’ επέκταση του προβλήματος της ταινίας μάλλον εντοπίζεται στην σκηνοθεσία. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Έχουμε ένα σενάριο το οποίο ασχολείται με πραγματική ιστορία βασανισμού μιας δεκαεξάχρονης κατά την δεκαετία του ’60. Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας λοιπόν το παραπάνω συν το ότι έχει θεωρηθεί ένα απ’ τα πιο ειδεχθή σύγχρονα εγκλήματα θα έπρεπε να σπάνε τα κόκαλά μας από κάθε αποτύπωση της βασανιστικής αυτής εμπειρίας του νεαρού κοριτσιού. Τώρα θα μου πείτε σε τι μου φταίει το σενάριο. Σωστό, καθότι ο σεναριογράφος πήρε τα πρακτικά της δίκης και με βάση τα δεδομένα που αποκόμισε απ’ αυτά κατέληξε στη συγγραφή του σεναρίου, το οποίο στην τελική δεν γνωρίζω πως ήταν πριν την κινηματογράφησή του.

Και μετά απ’ όλο το παραλήρημα που προηγήθηκε φτάνω στο γιατί το έργο δεν είναι αυτό που περιμέναμε και γιατί δεν μπορεί να ξεχωρίσει. Γιατί ο σκηνοθέτης είναι βλαμμένος! Συγνώμη για την έκφραση αλλά μόνο αυτή η λέξη μπορεί να περιγράψει αυτό που πιστεύω. Μα είναι δυνατόν να έχεις ένα τόσο δυνατό υλικό στα χέρια σου κι εκεί που θα μπορούσες να προσφέρεις ένα αριστούργημα τελικά να καταλήγεις σε μια ταινία τηλεοπτικού χαρακτήρα όπου αν δεν υπήρχαν οι πρωταγωνιστικές ερμηνείες θα έπεφτε κάτω απ’ τον μέσο όρο;

Και ίσως αναρωτιέστε αν είμαι διεστραμμένη και το γεγονός της απογοήτευσής μου προέρχεται από την απώλεια πιο gore σκηνών απ’ αυτών που θα περίμενα. Κοιτάξτε να δείτε… αυτό είναι πολύ αμφίρροπο! Σίγουρα τα γεγονότα της πραγματικής ιστορίας είναι πολύ πιο σκληρά και ανατριχιαστικά, κατά συνέπεια όχι, ίσως δεν ήθελα μια ακόμα πιο σκληρή απεικόνιση, όχι γιατί δεν θα την άντεχα εγώ, αλλά γιατί ίσως δεν την άντεχε ο μέσος θεατής. Από ‘κει κι έπειτα όμως μιλάμε για ένα έγκλημα τρέλας μέσω του οποίου, χρησιμοποιώντας το θύμα, ο θύτης ήθελε να δώσει ένα μάθημα για το τι μπορεί να μας συμβεί αν δεν είμαστε σωστοί και δίκαιοι. Κατά συνέπεια, δεν διαπράττουμε άδικες πράξεις, όχι ακριβώς γιατί είναι άδικες, αλλά γιατί οι συνέπειες που θα επακολουθήσουν μπορεί να είναι τόσο σκληρές που να μην τις αντέξουμε. Bingo! Εκεί είναι η ουσία και εκεί ακριβώς είναι που πρέπει να πατήσει και να στηθεί η δραματουργία του έργου που όμως τελικά δεν το κάνει. Τα σκοτεινά μονοπάτια της ανθρώπινης ψυχής και του μυαλού μένουν στο σκοτάδι καθώς κανένας δεν μπαίνει στον κόπο να πάρει έναν φακό και να εμβαθύνει σ’ αυτά ώστε να τα οδηγήσει προς το φως.

Επιπλέον, έχουμε μια ταινία που ναι μεν έχει ρυθμό, απ’ την άλλη δε μεταπηδάει από το ένα γεγονός στο άλλο παραλείποντας άλλα τα οποία στην πραγματικότητα είναι σημαντικά και θα βοηθούσαν στην εξέλιξη της δραματουργίας. Στη θέση τους, υπάρχουν αρκετά μακρόσυρτα, άχρηστα θα μπορούσαμε να πούμε πλάνα, με πεζούς διάλογους συνοδευόμενους από κενά βλέμματα. Τέλος, κατά το τελευταίο τέταρτο η απότομη στροφή προς το μεταφυσικό θρίλερ, όντας απλά εικασία εν μέσω μια πραγματικής αφήγησης, φαντάζει επιεικώς γελοία, θίγοντας κάθε αίσθημα οργής και πόνου που μπορεί να έχεις αναπτύξει μέχρι εκείνη την ώρα ως θεατής. Για να μην με λέτε βέβαια και κακιά, στα θετικά έχω να καταλογίσω την άψογη μεταφορά των 60’s, τον σκοτεινό κι επιβλητικό φωτισμό, καθώς και τις ενσωματωμένες σκηνές από το δικαστήριο, οι οποίες μπορεί να μην είναι ότι καλύτερο έχουμε δει, δεν σε βγάζουν όμως από το κλίμα.

Σίγουρα όμως το μεγάλο ατού της ταινίας, και ταυτόχρονα εκείνο το στοιχείο που την σώζει από την μετριότητα, είναι οι ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστριών. Η Ellen Page είναι ένα απ’ τα ανερχόμενα ταλέντα του χώρου και παρότι σε έναν ρόλο όπου ο σκηνοθέτης δεν άφησε ν’ αναπτυχθεί όσο θα μπορούσε, συναισθηματικά κατάφερε να μας μεταδώσει ότι ακριβώς έπρεπε.

Όσο για την Keener, μπορεί να μην είναι εκείνο το είδωλο όπου να δικαιολογεί την απίστευτη επιρροή της απέναντι σε όλους, όμως έχει κάτι από εκείνο το βλέμμα που σε κάνει να παγώνεις και να σου προκαλεί ταυτόχρονα οργή και λύπηση. Δεν ξέρω αν έτσι θα έπρεπε να είναι στην πραγματικότητα, έτσι όμως προσεγγίστηκε η ταινία και ως προς αυτό αποδίδει άψογα.

Για το λοιπό cast, καθώς είναι κατά κύριο λόγο νεαρό και αρκετά πολυπληθές, τα σχόλια θα ήταν αντικρουόμενα αν καθόμασταν να αναλύσουμε τον καθένα ξεχωριστά και διεξοδικά. Υπήρχαν εκείνες οι παρουσίες που ξεχώρισαν και υποστήριξαν το ρόλο τους και υπήρχαν κι εκείνες που απλά βρίσκονταν στο χώρο για να γεμίζει το πλάνο. Όμως κάτι τέτοιο με βάση τα συγκεκριμένα δεδομένα είναι ψιλοαναμενώμενο.

Έχουμε λοιπόν μια ταινία που είχε στα χέρια της όλα εκείνα τα δυνατά χαρτιά που θα μπορούσαν να την κάνουν να ξεχωρίσει και ν’ αναδειχτεί. Έχουμε όμως ταυτόχρονα μια ταινία που τελικά καταφέρνει να ξεπεράσει τον μέσο όρο τιμής ένεκεν των πρωταγωνιστικών ερμηνειών της. Συναισθηματικό υπόβαθρο μεν υπάρχει έτσι ώστε να μας επηρεάσει και να μας κάνει να έχουμε άποψη, όμως απουσιάζει η συναισθηματική διείσδυση στους χαρακτήρες που τελικά καταλήγουν να μοιάζουν με άψυχες φιγούρες σε ασπρόμαυρη γκραβούρα.
Βαθμολογία 6,5/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: An American Crime
Είδος: Κοινωνική
Σκηνοθέτης: Tommy O`Haver
Πρωταγωνιστές: Ellen Page, Catherine Keener, Hayley McFarland, Ari Graynor, Evan Peters, James Franco, Scout Taylor Compton, Bradley Leigh Dworkin
Παραγωγή: 2007
Διάρκεια: 92’

Επίσημο site:
http://tommyohaver.com/anamericancrime/