...

Παρασκευή, Ιουλίου 08, 2011

Συνοπτική περίληψη του βιβλίου:
Τι συμβαίνει όταν η μητρότητα δεν είναι μια ονειρεμένη εμπειρία;
Πώς νιώθει μια μητέρα απέναντι στον γιο της τον δολοφόνο;
Ποιες είναι οι ευθύνες της;
Εγκληματίας γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Η Ίβα ποτέ δεν ήθελε πραγματικά να γίνει μητέρα. Σίγουρα δεν ήθελε να γίνει η μητέρα ενός ψυχρού αγοριού που δολοφόνησε εφτά συμμαθητές του, έναν υπάλληλο της σχολικής καντίνας και μια δημοφιλή καθηγήτριά του λίγες μέρες πριν κλείσει τα δεκάξι.
Δύο χρόνια μετά τα τραγικά γεγονότα, ήρθε η ώρα η Ίβα να αναλύσει με ειλικρίνεια τον γάμο, την καριέρα της, την οικογένειά της, τη σχέση της με τα παιδιά της, το φονικό ξέσπασμα του Κέβιν σε μια σειρά από αφοπλιστικά εξομολογητικές επιστολές που απευθύνονται στον χαμένο σύζυγό της, τον Φράνκλιν.

Προσωπική άποψη:
Η Lionel Shriver είναι μια συγγραφέας που για έξι χρόνια βρισκόταν στα αζήτητα. Τα μυθιστορήματά της, το ένα μετά το άλλο, αδυνατούσαν να βρούνε το δρόμο προς την έκδοσή τους και το αίσθημα της απογοήτευσης άρχισε να την κατακλύζει. Όταν ολοκλήρωσε το "Πρέπει Να Μιλήσουμε Για Τον Κέβιν", τα πράγματα δεν ήταν πιο εύκολα για εκείνη καθώς, ακόμα και η ίδια η ατζέντης της, με την οποία έπαψε από τότε να συνεργάζεται, την αποπήρε δηλώνοντάς της με περισσή βεβαιότητα ότι το πνευματικό της παιδί δεν είχε καμία ελπίδα. Εκείνη όμως δεν το έβαλε κάτω και με πολύ κόπο και αγώνα, όχι απλά κατάφερε να το εκδώσει, όχι μόνο κατάφερε να γίνει ένα από τα μεγαλύτερα best sellers των τελευταίων χρόνων αλλά, κατέκτησε το 2005 το βραβείο Orange, διχάζοντας τους αναγνώστες ανάμεσα σε εκείνους που μίσησαν και καταδίκασαν την αφηγήτρια της ιστορίας της και σε εκείνους που την είδαν με συμπάθεια και κατανόηση.

Η μητρότητα από μόνη της είναι κάτι πολύ δύσκολο. Ακόμα και αν λαχταράς να γίνεις μητέρα, τα πράγματα δεν είναι εύκολα και ο δρόμος για την ανατροφή ενός παιδιού δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Πόσο μάλλον όταν το να την κατακτήσεις δεν είναι για σένα όνειρο ζωής αλλά, ένα καταναγκαστικό έργο το οποίο και σου επιβάλλει η κοινωνία προκειμένου να ολοκληρωθείς ως άνθρωπος αλλά και ως οικογενειάρχης. Η Ίβα, η αφηγήτρια της ιστορίας αυτής, δεν ήθελε ποτέ να γίνει μητέρα, δεν ήταν στις άμεσες, ούτε καν στις έμμεσες προτεραιότητές της μια επιλογή σαν αυτή. Κατέφυγε στη μητρότητα μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει την επιθυμία του λατρεμένου συζύγου της αλλά και για να απαντήσει στο μεγάλο ερώτημα, όπως η ίδια το χαρακτηρίζει. Ο γιος της μεγάλωσε και λίγο πριν τα δεκάξι του χρόνια, παγίδευσε και δολοφόνησε εννιά άτομα, τραυματίζοντας άλλα δύο. Μέσα από μια σειρά επιστολών προς τον άντρα της η Ίβα ταξιδεύει πίσω στο χρόνο προσπαθώντας να ανακαλύψει τι έφταιξε. Και κάπου εδώ γεννιέται το μεγάλο ερώτημα. Ήταν η ΊΒα κακή μητέρα ή ο γιος της ήταν από τη γέννα του ένα τέρας;

Ξέρω ότι ίσως ακουστεί παράλογο όμως είναι δύσκολο να πεις αν η Ίβα ήταν κακή μητέρα ή όχι. Άλλωστε η παροιμία, "απ' τ' αγκάθι βγαίνει ρόδο και απ' το ρόδο βγαίνει αγκάθι" δεν είναι διόλου τυχαία. Στην πραγματικότητα, κάθε παιδί θα μπορούσε να βρίσκεται στη θέση του Κέβιν, είτε είχε μεγαλώσει σωστά είτε όχι,είτε είχε δεχτεί την αγάπη της οικογένειάς του είτε την απόρριψή της. Η Ίβα παραδέχεται ότι δεν ήταν καλή μητέρα. Ακόμα και όταν ο Κέβιν ήταν στην κοιλιά της, εκείνη τον αντιμετώπιζε ως ένα βαρύ φορτίο που ερχόταν για να αλλάξει την ιδανική μέχρι τότε ζωή της. Ακόμα και όταν βγήκε από τα σπλάχνα της, εκείνη δεν ένιωσε το μητρικό σκίρτημα που κάθε γυναίκα αισθάνεται όταν πρωτοαντικρίζει το παιδί της και ως αναγνώστες, τη μισούμε γι' αυτό. Από την πρώτη στιγμή, ο Κέβιν αποτραβιέται από κοντά της, αρνούμενος ακόμα και το μητρικό της γάλα που κάθε νεογέννητο λαχταρά. Και σε αυτό το σημείο αναρωτιόμαστε, είναι πραγματικά ο Κέβιν ένα δύστροπο βρέφος ή ισχύει ότι τα νεογέννητα έχουν ισχυρό ένστικτο και απομακρύνονται όταν αισθάνονται απόρριψη;

Από την κούνια κι όλας ο Κέβιν είναι πλημμυρισμένος με μια αδικαιολόγητη και παράξενη οργή. Τίποτα δε φαίνεται ικανό να τον καθησυχάσει, να τον παρηγορήσει και οι εκρήξεις τους είναι συνεχείς και αδιάκοπες. Μεγαλώνοντας, η οργή αυτή δεν εξαφανίζεται αλλά, γίνεται η δεύτερη, απόκρυφη φύση του. Υποβόσκει κάτω από την φαινομενική αταραξία του, από την ηρεμία που χαρακτηρίζει την κάθε του κίνηση, από την αδιαφορία του απέναντι σε κάθε προσέγγιση της μητέρας του, από την απέχθειά του σε κάθε τι καινούργιο που θα μπορούσε να τον δραστηριοποιήσει. Και πάλι σε αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να κατηγορήσουμε την Ίβα η οποία βρίσκει κάθε τι που κάνει ο γιος της ύποπτο, κάθε τι μικρό ή μεγάλο που συμβαίνει την οδηγεί στο να βγάλει για εκείνον το χειρότερο συμπέρασμα. Άρα δεν είναι λογικό ένα παιδί που αισθάνεται συνεχώς αμφισβήτηση να χαρακτηρίζεται από εσωστρέφεια και άρνηση; Εν μέρη ναι όμως, όσο και να θέλουμε να κατηγορήσουμε την Ίβα, έστω και αν σε συναισθηματικό επίπεδο δε μπορεί να προσεγγίσει τον γιο της, ως προς την ανατροφή του είναι γενικά καλή μητέρα. Είναι δυνατόν ένα παιδί να είναι ένα τέρας που γεννήθηκε απλά να την βασανίζει. Μπορεί όχι... Πάλι, μπορεί και να 'ναι!

Στην αρχή του βιβλίου και μέχρι τα έξι χρόνια το Κέβιν, μπορούμε εύκολα να κατηγορήσουμε την Ίβα για την συμπεριφορά του. Από κι έπειτα, αρχίζουμε να αμφιβάλλουμε κατά πόσο το φταίξιμο είναι δικό της ή έστω, αποκλειστικά δικό της. Εκείνη δίνει τον αγώνα της να αγαπήσει και να φέρει κοντά της το παιδί της και εκείνο με τη σειρά του, απορρίπτει κάθε προσπάθεια. Μέσα από την αταραξία του και το άδειο βλέμμα του, αρχίζει να πηγάζει και να εξωτερικεύεται μια κακιά που φαίνεται σχεδόν αδιανόητη για ένα τόσο μικρό παιδί. Και όμως, ο Κέβιν δεν είναι το κλασσικό αγγελούδι που κάθε γονιός ονειρεύεται αλλά, η προσωποποίηση των φόβων του, ότι τελικά, όσες προσπάθειες και αν κάνουμε ως γονείς, τελικά ίσως ποτέ να μην είναι αρκετές και στην περίπτωση της Ίβα, ότι όσο και να προσπαθούμε να το αγαπήσουμε, τα σημάδια και οι πράξεις δεν μας το επιτρέπουν. Είναι ο Κέβιν πραγματικά διεστραμμένος, ή απλά η Ίβα προσπαθεί να δικαιολογήσει με αυτό τον τρόπο την δικιά της ανικανότητα; Μπορεί να ισχύει το πρώτο... κάλλιστα όμως, μπορεί να ισχύει και το δεύτερο.

Σίγουρα πολλά παιδιά, αν όχι όλα, έχουν πει στους γονείς τους σε κάποια στιγμή συναισθηματικής φόρτισης ότι τους μισούν. Μπορεί να πληγώνει στιγμιαία όμως, κατά βάθος γνωρίζουν ότι δεν το εννοούν. Και ενώ ο Κέβιν δείχνει να μισεί τη μητέρα του, τελικά πιστεύω ότι όλο αυτό το μίσος από τη μεριά του και η άρνηση από τη δικιά της, δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από την εξωτερίκευση μιας λανθασμένης μορφής, αρρωστημένης αγάπης. Μερικές φορές, μισούμε και αγαπάμε παράλληλα το πρόσωπο εκείνο με το οποίο ταυτιζόμαστε περισσότερο, ερχόμαστε σε κόντρα μαζί του μόνο και μόνο επειδή κατά βάθος είμαστε ίδιοι. Μπορεί ο Κέβιν να έχει μια φαινομενικά υγιή σχέση με τον πατέρα του όμως, ο δεσμός με τη μητέρα του είναι πιο ισχυρός απ' όσο μπορούμε να πιστέψουμε. Δεν την προκαλεί επειδή τη μισεί αλλά, γιατί μόνο στο δικό της πρόσωπο μπορεί να βρει έναν άξιο αντίπαλο για βα συγκρουστεί σε σχέση με τον ονειροπαρμένο και κατά προσπάθεια υπερβολικό πατέρα του. Μπορεί αρχικά να μην το αντιλαμβανόμαστε όμως στην πορεία καταλαβαίνουμε ότι τόσο ο Κέβιν, όσο και η Ίβα, εκτιμάνε και θαυμάζουν ενδόμυχα ο ένας τον άλλον.

Η γραφή της Shriver είναι συγκλονιστική. Η φωνή που δίνει στην Ίβα είναι δυνατή, καθαρή και πολλές φορές προκλητική. Η ιστορία της δεν είναι αυτού καθέ αυτού πρωτότυπη, καθώς γεγονότα όπως η Πέμπτη, στιγματίζουν κατά διαστήματα πολλά σχολεία, κατά κύριο λόγο της Αμερικής. Ωστόσο έχει μια ξεχωριστή δυναμική γιατί δε μένει μόνο στα γεγονότα της αιματοβαμμένης εκείνης ημέρας αλλά, στα γεγονότα που οδήγησαν σε αυτή στην διάρκεια δεκαπέντε ολόκληρων ετών. Ο Κέβιν δεν είναι απλά ένας οργισμένος νέος που κάνει μια ακραία πράξη αλλά, ένας ευφυέστατος και ολοκληρωμένος άνθρωπος που όχι μόνο δρα συστηματικά και με ώριμη σκέψη αλλά, επιλέγει έναν ξεχωριστό τρόπο για να διαπράξει το έγκλημά του, έτσι ώστε η δικιά του ιστορία να μην είναι ακόμα μία από εκείνες του σωρού. Μας αποδεικνύει ότι υπάρχουν οι θεατές και εκείνοι που προσφέρουν το θέαμα, εκείνοι που χτίζουν και εκείνοι που γκρεμίζουν και ανατριχιάζω ειλικρινά στην σκέψη ότι όσο άρρωστο και αν ακούγεται, στην πραγματικότητα, ο καθένας από εμάς ασχολείται περισσότερο με τους δεύτερους παρά με τους πρώτους.

Τι κι αν ξέρουμε εξ' αρχής την κατάληξη της ιστορίας, το τέλος μας συγκλονίζει, όχι μόνο εξαιτίας της αφήγησης που έχει προηγηθεί ή της περιγραφής του εγκλήματος αλλά, εξαιτίας μιας διακλάδωσης που μέχρι την στιγμή που την διαβάζουμε δεν πέρασε στιγμή από το μυαλό μας ότι μπορούσε να υπάρχει ως πιθανότητα. Το τέλος είναι ανατρεπτικό, σκληρό και άγριο και όμως, ακόμα και μέσα από αυτό ξεπηδάει μια ακτίδα ελπίδας. Διαβάστε το δίχως δεύτερη σκέψη όμως, πριν βιαστείτε να κατηγορήσετε ή να δικαιολογήσετε την Ίβα ή τον Κέβιν, προσπαθήστε να μπείτε στην θέση τους. Προσπαθήστε να κατανοήσετε όχι μόνο τον δεσμό ανάμεσα στους δύο αλλά και όλα όσα ως κοινωνία προβάλλουμε στα παιδιά, οδηγώντας πολλές φορές εμείς οι ίδιοι με τα παραδείγματά μας σε παραβατικές,ακόμα και ακραίες πράξεις προκειμένου να ξεχωρίσουν σε έναν κόσμο που αν δεν είσαι πρωτοσέλιδο ή έστω στην επικαιρότητα, δεν είσαι τίποτα. Γιατί στην πραγματικότητα, το βιβλίο αυτό είναι κάτι περισσότερο από ένα ψυχογράφημα χαρακτήρων, από μια εμβάθυνση στις ανθρώπινες και οικογενειακές σχέσεις. Το σίγουρο είναι ότι η ιστορία του Κέβιν θα σας ταρακουνήσει, θα σας συνταράξει και τελικά, ίσως καταφέρει να σας συγκινήσει συνειδητοποιώντας ότι μερικές φορές η λύτρωση, προκύπτει μέσα από την καλλιέργηση των πιο αρρωστημένων σκέψεών μας που τελικά, ίσως να μην είναι τίποτα περισσότερο από μια απελπισμένη κραυγή.
Βαθμολογία 10/10

Ταυτότητα βιβλίου:
Συγγραφέας: Lionel Shriver
Μεταφραστής: Αραβανίτη Γωγώ
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Κατηγορία: Ξένη Λογοτεχνία
Έτος Έκδοσης: 2010
Αρ. σελίδων: 579
ISBN: 960-455-837-4

Posted on Παρασκευή, Ιουλίου 08, 2011 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

14 comments

Πέμπτη, Ιουλίου 07, 2011

Συνοπτική περίληψη του έργου:
Ο Tyler, ένας νεαρός Νεοϋορκέζος, έχει μια δύσκολη σχέση με τον πατέρα του, από τότε που ένα τραγικό γεγονός διέλυσε την οικογένειά τους.
Ποτέ δεν πίστευε ότι θα μπορούσε κανείς να καταλάβει τι περνάει, μέχρι που γνωρίζει την Ally. Ο έρωτας ήταν το τελευταίο πράγμα που τον ένοιαζε, ωστόσο την ερωτεύεται τρελά.
Μέσα από τη σχέση τους, αρχίζει να βρίσκει και πάλι την ευτυχία και ένα νόημα στη ζωή του. Ωστόσο, κρυμμένα μυστικά έρχονται στην επιφάνεια και διάφορες περιστάσεις απειλούν να τους χωρίσουν.

Προσωπική άποψη:
Ξεκίνησα να παρακολουθώ το "Remember Me" έχοντας ακούσει πολλές και διφορούμενες απόψεις για το αν τελικά η ταινία αξίζει να αφιερώσεις το χρόνο σου για να την παρακολουθήσεις. Και κάπου βαθιά μέσα μου, περιμένοντας ένα μάλλον δακρύβρεχτο σενάριο που θα κατέτασσε την ταινία σε εκείνα τα μελοδραματικά ρομάντζα που μας βομβαρδίζουν κατά καιρούς στις κινηματογραφικές αίθουσες, μάλλον περίμενα η τελική μου άποψη να κλίνει περισσότερο με εκείνων που το έργο, αν όχι δεν τους άρεσε, δεν κατάφερε να τους ικανοποιήσει. Το αίσθημα αυτό τελικά κατέρρευσε καθώς η ταινία, όχι απλά κατάφερε να με συγκινήσει αλλά, μπόρεσε να με αγγίξει στις πιο ευαίσθητες χορδές μου, εκείνες που συνδέονται με τις ανθρώπινες σχέσεις και τα όποια όμορφα ή δυσάρεστα πράγματα μπορεί να τις συντροφεύουν.

Η ιστορία μπορεί να περιστρέφεται γύρω από τον Tyler και την Ally και τις προβληματικές, για διαφορετικούς λόγους, οικογένειές τους όμως σκοπός της ταινίας δεν είναι σαφέστατα το να προσωποποιήσει τα προβλήματα αλλά, να τα γενικεύσει, χρησιμοποιώντας τους δύο νέους απλά ως ένα μέσο έκφρασης κι επιβεβαίωσης ότι οι ανθρώπινες σχέσεις δε μπορούν να είναι πάντα εύκολες. Ο Tyler και η οικογένειά του έχουν σημαδευτεί από την αυτοκτονία του μεγαλύτερου αδερφού, αποξενώνοντάς τους και προκαλώντας εσωτερικές συγκρούσεις ανάμεσα στον πρώτο και τον πατέρα του ο οποίος δείχνει να αδιαφορεί για τα πάντα και πολύ περισσότερο για τη μικρή κόρη της οικογένειας. Η Ally και ο πατέρας της από την άλλη, έχουν σημαδευτεί από την εν ψυχρώ δολοφονία της μητέρας της, στην οποία η ίδια ήταν παρούσα, δημιουργώντας ένα αίσθημα φόβου και ανασφάλειας για όλα όσα το μέλλον μπορεί να επιφυλάσσει χωρίς εμείς καν να τα περιμένουμε, διαταράσσοντας τις ισορροπίες.

Το σενάριο από μόνο του μπορεί να μην είναι κάτι το ιδιαίτερο ή κάτι το πρωτότυπο ωστόσο, οι διάλογοί του είναι καλοδουλεμένοι, κοφτοί και ουσιώδεις, καθόλου φορτωμένοι, αφήνοντας τα συναισθήματα να εκφραστούν μέσω των πράξεων και της εικόνας και όχι μέσω του λόγου. Μπορεί οι χαρακτήρες, κυρίως των δύο πατεράδων, να είναι αρκετά τετριμμένοι ως πατρικές αμερκάνικες φιγούρες ωστόσο αυτό είναι αμελητέο μέσα στο γενικότερο σύνολο. Οι ταξικές διαφορές και οι κοινωνικές συμβάσεις παίζουν βασικό ρόλο σε μια ταινία που κατά κύριο λόγο μιλάει για τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και την δυσκολία που πολλές φορές αντιμετωπίζουν οι ίδιοι προκειμένου να εκφράσουν όλα όσα αισθάνονται, όλα εκείνα που τους πληγώνουν και τους προβληματίζουν, τους φόβους και τις ανησυχίες τους, την κραυγαλέα ανάγκη τους για κατανόηση και στήριξη όταν όλα γύρω τους μοιάζουν να καταρρέουν.

Ο Allen Coulter κατά κύριο λόγο είναι τηλεοπτικός σκηνοθέτης το γεγονός όμως αυτό καθέ αυτό, δεν τον εμποδίζει να διαχειριστεί όσο καλύτερα μπορεί τόσο το σενάριο όσο και τους ηθοποιούς του, αξιοποιώντας τα πιο δυνατά χαρτιά του. Φαίνεται να κατανοεί απόλυτα τους ήρωές του δημιουργώντας ένα μελαγχολικό και συναισθηματικά φορτισμένο μοτίβο μέσα στο οποίο οι ίδιοι κινούνται. Δεν επιλέγει πορτρέτα προσώπων αλλά ένα μειωμένο, σχεδόν ασφυκτικό κατά στιγμές contrast της εικόνας προκειμένου να αποτυπώσει όχι μόνο το πρόσωπο του εκάστοτε πρωταγωνιστή αλλά, του πλαισίου μέσα στο οποίο αυτός βρίσκεται, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων που τον περιστοιχίζουν. Υπάρχει μια αλληλουχία και μια συνέπεια, τόσο στη δράση, όταν αυτή υπάρχει, όσο και στις εκρήξεις ανάμεσα στις σχέσεις των πρωταγωνιστών όταν αυτές δεν διστάζουν να εκδηλωθούν.

Όσο γι' αυτούς που βιάστηκαν με το "Twilight" να αποκηρύξουν τον Robert Pattinson, ίσως θα έπρεπε να το ξανασκεφτούν βλέποντας την συγκεκριμένη ταινία καθώς αποδεικνύει ότι μπορεί να κάνει περισσότερα απ' ότι ίσως αρχικά νομίζαμε. Διατηρώντας χαμηλούς τόνους, είναι απόλυτα πειστικός με κάθε λέξη που βγαίνει από το στόμα του και πολύ περισσότερο, με κάθε έκφραση του προσώπου του, γεγονός που αποτελεί για μένα και το πιο δυνατό του χαρτί, ξεχωρίζοντάς τον από τους υπόλοιπους. Η Emilie de Ravin από την άλλη μεριά δεν είναι κακή όμως έχω την αίσθηση ότι στο πλευρό του συμπρωταγωνιστή της χωλαίνει. Απόλαυση είναι η μικρή και σπιρτόζα Ruby Jerins στον ρόλο της αδερφής του Tyler, με τον οποίο ανταλλάσσουν μερικούς από τους πιο έξυπνους και ευφάνταστους διαλόγους ολόκληρης της ταινίας, εξωτερικεύοντας παράλληλα έναν εκπληκτικά όμορφο δεσμό.

Η ταινία καταλήγει σε ένα απρόσμενο φινάλε που προσωπικά μου σύνθλιψε το στομάχι. Η 11η Σεπτεμβρίου είναι μια μέρα που ακόμα και δέκα χρόνια μετά, μοιάζει σα να 'ταν μόλις χθες και μπορεί να ταράζει τους Αμερικάνους περισσότερο από τον καθένα όμως κι εμάς δε μπορεί να μας αφήσει ασυγκίνητους. Είναι ένα μέσο το οποίο χρησιμοποιείται όχι μόνο για να πιστοποιήσει τον τίτλο της ταινίας αλλά, για να μας πείσει ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε και ότι η ζωή μας είναι πολύ απρόβλεπτη και πρέπει πριν αυτή να φτάσει στο τέλος της, όσο σύντομη ή μη αν είναι, να έχουμε καταφέρει να πετύχουμε το αίσθημα της ικανοποίησης, της κατανόησης, της συγχώρεσης, του να έχουμε βιώσει πράγματα και συναισθήματα και να μην φοβόμαστε να εκφραστούμε γιατί ποτέ δε γνωρίζουμε πότε το τέλος θα είναι κοντά. Οι τραυματικές εμπειρίες είναι άλλωστε αυτές που καμιά φορά φέρνουν στη ζωή μας την λύτρωση και με έναν σκληρό και συγκινητικό τρόπο, η ταινία αυτή το αποδεικνύει με την αγάπη να έρχεται φυσικά και αληθινά και εμείς ως θεατές, να μην εκβιαζόμαστε στο να νιώσουμε.
Βαθμολογία 7,5/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Να Με Θυμάσαι
Είδος: Δραματική
Σκηνοθέτης: Allen Coulter
Πρωταγωνιστές: Robert Pattinson, Pierce Brosnan, Emilie de Ravin, Chris Cooper, Tate Ellington, Lena Olin, Ruby Jerins, Peyton List, Meghan Markle, Gregory Jbara
Παραγωγή: 2010
Διάρκεια: 113'

Επίσημο site:

Posted on Πέμπτη, Ιουλίου 07, 2011 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

13 comments

Τρίτη, Ιουλίου 05, 2011

Συνοπτική περίληψη του βιβλίου:
Η Τζέινι νόμιζε ότι ήξερε τι της επιφυλάσσει το μέλλον. Και πίστευε ότι είχε συμφιλιωθεί μ’ αυτό. Στο κάτω κάτω, τα πράγματα θα έπρεπε να πηγαίνουν μια χαρά – μόλις έχει αποφοιτήσει από το λύκειο και περνάει το καλοκαίρι της με τον Κάμπελ, με τον οποίο είναι τρελά ερωτευμένη.
Αλλά, κατά βάθος, η Τζέινι είναι ένα ερείπιο και κάθε φορά που σκέφτεται το μέλλον της, πανικοβάλλεται. Το ξέρει ότι ο Κάμπελ θα παραμείνει κοντά της, αλλά εκείνη θέλει να του προσφέρει τη ζωή που πραγματικά του αξίζει και πιστεύει πως μόνο ένας τρόπος υπάρχει γι’ αυτό: να εξαφανιστεί.
Τότε, όμως, ένας άγνωστος εμφανίζεται στη ζωή της, και όλα ξεκαθαρίζουν. Το μέλλον που είχε αποδεχτεί η Τζέινι αποκτά ακόμα πιο απειλητικό χαρακτήρα κι οι επιλογές της γίνονται ακόμα πιο δύσκολες. Τώρα πια πρέπει να αποφασίσει. Κι ο χρόνος τελειώνει.

Προσωπική άποψη:
Το τρίτο και τελευταίο βιβλίο της σειράς της Lisa McMann, "Τα Όνειρά Σου Δεν Είναι Δικά Σου", έφτασε και επιτέλους, ολοκληρώνεται μια σειρά που εδώ και μήνες με είχε στην αναμονή. Για όσους δεν έχουν διαβάσει τα προηγούμενα posts και όσους τα διάβασαν αλλά δεν τα θυμούνται, θα ξεκινήσω την ανάρτηση αυτή κάνοντας ουσιαστικά μια ανακεφαλαίωση, σχετικά με τα συναισθήματα που μου άφησε το καθένα από αυτά. Το πρώτο βιβλίο μου προκάλεσε μια κάποια σύγχυση. Όχι πως δεν μου άρεσε, αντίθετα, ωστόσο, χρειάστηκα κάποια διάστημα προσαρμογής έτσι ώστε να καταφέρω να μπω στο κλίμα και να αντιληφθώ τι συμβαίνει με την Τζέινι καθώς, κάποια κουραστικά ταξίδια στο χώρο και στον χρόνο με αποσυντόνισαν. Το δεύτερο βιβλίο ήταν εκπληκτικό και σε αυτό δε συνέβαλλε μονάχα το γεγονός ότι γνωρίζαμε πλέον περί τίνος πρόκειται αλλά και γιατί η δράση του ήταν συνεχείς και στα ύψη, ενώ το συναισθηματικό επίπεδο πολύ καλοδουλεμένο.

Μετά από αυτή τη μικρή εισαγωγή λοιπόν, νομίζω πως μπορώ να ξεκινήσω να λέω τις εντυπώσεις μου από το "Φύγε". Πλέον η Τζέινι, δεν γνωρίζει απλά ποιες είναι οι ικανότητές της και πως μπορεί να τις ελέγξει και να τις χρησιμοποιήσει αλλά παράλληλα, έχει πλήρη επίγνωση του ποιες είναι οι συνέπειές τους. Ως παγιδεύτρια ονείρων μπορεί να βοηθήσει άλλους ανθρώπους, στον ύπνο ή και στον ξύπνιο τους αξιολογώντας τα δεδομένα ωστόσο, η χρήση της δύναμής της πρόκειται να την καταδικάσει σε ένα μέλλον που κανείς δεν θα ευχόταν ούτε για τον χειρότερο εχθρό του, πόσο μάλλον για τον ίδιο του τον εαυτό. Είναι καταδικασμένη να γίνει έρμαιο των ονείρων των ανθρώπων γύρω της, να υπερφορτίζεται με ένα βάρος που μερικές φορές δε μπορεί να αντέξει για να καταλήξει στο τέλος, όχι μόνο να μην ανταμειφθεί αλλά, να μείνει τυφλή και ανάπηρη. Τελικά τα μεγάλα χαρίσματα, ίσως να μην προσφέρουν πάντα ευλογία.

Η Τζέινι βρίσκεται πλέον σε ένα σταυροδρόμι που θα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στο να ζήσει με το φορτίο που η μοίρα της έχει αναθέσει, θυσιάζοντας ωστόσο ένα μεγάλο μέρος της ζωής της και στο να ζήσει απομονωμένη, μακριά απ' όλους και απ' όσα αγαπάει, να μην ακολουθήσει ούτε για λίγο τα όνειρά της, προκειμένου να κρατηθεί μακριά από τα όνειρα και να μπορέσει να κρατήσει το σώμα της αλώβητο. Πώς μπορεί όμως να κάνει κάτι τέτοιο όταν καμία από τις δύο επιλογές δεν είναι η ιδανική; Και οι δύο εναλλακτικές της είναι τόσο σκληρές και δύσκολες που την οδηγούν σε μια αμφιταλάντευση δίχως όρια, σε μια διαρκή εσωτερική πάλη ανάμεσα σε αυτά που θα ήθελε να έχει και σε αυτά που μπορεί. Ακόμα πιο δύσκολο δε είναι το γεγονός ότι δεν έχει να σκεφτεί μόνο την ίδια και τον σταυρό που θα πρέπει να κουβαλήσει αλλά και όσους βρίσκονται γύρω της. Την αλκοολική μητέρα της που δε θα πάψει ποτέ να την χρειάζεται και τον Κάμπελ, που η αγάπη της για εκείνον είναι πάνω απ' όλα, σκληρή κι επίπονη, μη μπορώντας να ζήσει χωρίς εκείνον αλλά χωρίς να θέλει παράλληλα να τον καταδικάσει στο δικό της μέλλον.

Αν η Τζέινι νόμιζε πως οι επιλογές της είναι ξεκάθαρες και πως θα μπορούσε να συμβιβαστεί με αυτές, έστω και με κάποια δυσκολία, τα πράγματα περιπλέκονται όταν στη ζωή της εμφανίζεται ο Χένρι, ο πατέρας που ποτέ δε γνώρισε. Και αν αρχικά δε θέλει να γνωρίζει τίποτα για εκείνον, το αίμα του που κυλάει στις φλέβες της την καλεί κοντά του κι εκεί ανακαλύπτει μυστικά και αλήθειες που έμειναν χρόνια και χρόνια κρυμμένα και που καθόρισαν το παρελθόν, τη ζωή της αλλά και που προβλέπεται να καθορίσουν το μέλλον της που όλο και πλησιάζει. Έχει δύο ανθρώπους, πρότυπα, που έκαναν διαφορετικές επιλογές. Η κάθε μία μοιάζει να έχει τη δικιά της λύτρωση αλλά και τις δικές της συνέπειες. Και εκείνη πρέπει, οφείλει να διαλέξει, δε μπορεί να πράξει διαφορετικά. Ο κλοιός γύρω της σφίγγει, την κάνει να ασφυκτιά και μαζί με αυτήν, ασφυκτιούμε κι εμείς, μην μπορώντας έστω και νοερά να την συμβουλεύσουμε αφού κι εμείς, δεν ξέρουμε τι θα κάναμε στη θέση της.

Η Lisa McMann εμβαθύνει ακόμα περισσότερο στους χαρακτήρες της, σε όλα όσα αυτοί νιώθουν και αισθάνονται, σε όλα όσα λαχταράνε αλλά και σε όλα εκείνα που τους γεννάνε έναν τεράστιο φόβο, μια αμφιβολία και πάνω απ' όλα, ανασφάλεια για το ίδιο το μέλλον και την πορεία της ζωής τους. Η δράση είναι σαφέστατα περιορισμένη σε σχέση με το προηγούμενο βιβλίο της σειράς και αυτό ίσως να είναι και το μοναδικό μελανό σημείο στην όλη υπόθεση. Αντιλαμβάνομαι ότι η συγγραφέας επιθυμούσε πάνω απ' όλα να κάνει μια βουτιά στα βαθύτερα και σκοτεινότερα σημεία του ανθρώπινου νου και της ψυχοσύνθεσής του κάτω από τραγικά πιεστικές συνθήκες, κατανοώ ότι η ιστορία της μιλάει για τις επιλογές του ανθρώπου, το πεπρωμένο του και το όχι πάντα στρωμένο με ροδοπέταλα, μονοπάτι που πρέπει να επιλέξει ωστόσο, δε μπορώ να μην πω ότι κάτι μου έλειψε.

Μεταφυσικό, παραψυχολογικό, μια διερεύνηση της άλλης πλευράς των ανθρώπινων δυνατοτήτων, το "Φύγε" ολοκληρώνει με βαθιά συναισθηματικό τρόπο μια ιστορία η οποία δε μπορεί με κανέναν τρόπο να ξεφύγει από μια τραγική κατάληξη, που παρά τις όποιες μικρές, αισιόδοξες ηλιαχτίδες, κατά βάθος θα στοιχειώσει τόσο τους ήρωες όσο και τους αναγνώστες. Η ζωή δεν είναι εύκολη, ούτε οι επιλογές μας μέσα σε αυτήν όμως είναι βέβαιο ότι οι χαρισματικοί άνθρωποι, είναι κατά κάποιον τρόπο καταδικασμένοι από την ίδια τους τη μοίρα να μην μπορούν να βιώσουν την ολοκληρωμένη και απόλυτη ευτυχία, δε μπορούν να είναι ξεχωριστοί χωρίς να πληρώσουν κάποιο τίμημα. Και να η όλη ιστορία μας αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση, δε μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε στη συγγραφέα ότι είναι ειλικρινής απέναντι στους ήρωές της, τον ίδιο της τον εαυτό αλλά και απέναντι στους αναγνώστες της, αποφεύγοντας να χρυσώσει το χάπι με μια υποτυπώδη λύτρωση που απλά θα αποδυνάμωνε το μήνυμά της.
Βαθμολογία 9/10

Ταυτότητα βιβλίου:
Συγγραφέας: Lisa McMann
Μεταφραστής: Πιπίνη Αργυρώ
Εκδόσεις: Πατάκης
Κατηγορία: Ξένη Λογοτεχνία
Έτος Έκδοσης: 2011
Αρ. σελίδων: 224
ISBN: 960-16-3944-6

Posted on Τρίτη, Ιουλίου 05, 2011 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

32 comments

Δευτέρα, Ιουλίου 04, 2011

Συνοπτική περίληψη του έργου:
Ο δωδεκάχρονος Owen μεγαλώνει στο Νέο Μεξικό κλεισμένος στον εαυτό του, αφού η μητέρα του τον παραμελεί και οι συμμαθητές του στο σχολείο του επιτίθενται με κάθε ευκαιρία.
Όταν κοντά στο σπίτι του μετακομίζει ένα μυστηριώδες κορίτσι, η Abby, ανάμεσά τους δημιουργείται σιγά-σιγά μία βαθιά φιλία.
Καθώς, όμως, μια σειρά από μυστηριώδεις φόνους συγκλονίζει τη μικρή πολιτεία, ο Owen θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει την αλήθεια και να δεχτεί ότι η φαινομενικά αθώα φίλη του είναι βαμπίρ.

Προσωπική άποψη:
Το αμερικάνικο σινεμά στερείται έμπνευσης κατά περιόδους και αυτός είναι ένας σημαντικός λόγος για να καταφεύγει σε remakes παραγωγών άλλων χωρών, με μεγάλη επιτυχία. Μια από αυτές τις περιπτώσεις είναι και το "Let Me In", remake του σουηδικού "Lat Den Ratter Komma In", εμπνευσμένο από το ομώνυμο σουηδικό μυθιστόρημα του John Ajvide Lindqvist. Το καλό στην περίπτωση της πρωτότυπης ταινίας είναι ότι το σενάριό της είχε αναλάβει ο ίδιος ο συγγραφέας, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να διαφυλαχθεί η αισθητική αλλά και τα μηνύματα που ο ίδιος ήθελε να περάσει μέσω του έργου. Το καλό στην περίπτωση του remake, πράγμα σπάνιο, είναι ότι οι δημιουργοί του δεν βασίστηκαν απλά στην ιδέα του πρωτότυπου αλλά, πάτησαν πιστά πάνω στα βήματά του, έτσι ώστε να έχουμε ένα remake με όλη τη σημασία της λέξης και όχι απλά μια ταινία εμπνευσμένη από μία άλλη.

Ο Matt Reeves ανέλαβε τόσο την διασκευή του σεναρίου, όσο και την σκηνοθεσία της ταινίας. Δείχνοντας τον πρέποντα σεβασμό στην πρώτη ύλη, δημιούργησε ένα ατμοσφαιρικό φιλμ τρόμου, σεβόμενος τον γνήσιο βαμπιρικό μύθο, τοποθετώντας τον και προσαρμόζοντάς τον στα αμερικάνικα δρώμενα. Χρησιμοποιώντας ψυχρά χρώματα και χαμηλούς φωτισμούς, σε ελάχιστα σημεία διαφοροποιεί το έργο του από εκείνο του Tomas Alfredson, τόσο όσο χρειάζεται για να απευθυνθεί και να μιλήσει κατευθείαν στις καρδιές εκείνων που στο άκουσμα και μόνο του ευρωπαϊκού σινεμά γυρίζουν τα έντερά τους. Δεν θα εξετάσω το αν η αποστροφή αυτή είναι δικαιολογημένη ή όχι, το σίγουρο όμως είναι ότι το σύγχρονο marketing απαιτεί ορισμένες θυσίες, οι οποίες δεν είναι απαραίτητα κακές, αν γίνονται με ορισμένα μέτρα και σταθμά.

Αν κάποιος μου ζητούσε να εντοπίσω τη βασική διαφορά ανάμεσα στα δύο έργα, τότε δε θα δυσκολευόμουν καθόλου να του απαντήσω. Νομίζω ότι για κάθε θεατή που έχει παρακολουθήσει και τις δύο ταινίες, η απάντηση φανερώνεται σχεδόν αμέσως μπροστά στα μάτια του. Το μεν σουηδικό είναι συνολικά πιο ατμοσφαιρικό, το δε αμερικάνικο πιο συναισθηματικό. Τι εννοώ με αυτό; Οι Σουηδοί, εκμεταλλευόμενοι την ψυχρότητα του κλίματός τους, έχουν επενδύσει περισσότερο στην ατμόσφαιρα και προκύπτει από το γενικότερο σύνολο της παρουσίασης των στοιχείων και της δράσης που εξελίσσονται. Φυσικά και μέσα από το δικό τους έργο αντιλαμβανόμαστε ότι ανάμεσα στα δύο παιδιά υπάρχει μια ιδιαίτερη σχέση, με τον ορισμό της αληθινής και ανιδιοτελής αγάπης να την χαρακτηρίζει ωστόσο, οι Αμερικάνοι την αποδίδουν στο κινηματογραφικό πανί με περισσότερη τρυφερότητα, πράγμα που σου προκαλεί μια αυθόρμητη συγκίνηση.

Μέσα από την αφήγηση της ιστορίας αυτής, παρακολουθούμε δύο απόκληρους να πλησιάζουν όλο και περισσότερο ο ένας τον άλλο, να ταυτίζονται και τελικά, να συνδέονται με συναισθήματα που είναι πιο δυνατά από τον οίκτο και τη λύπηση. Συναισθήματα όπως η κατανόηση, η αγάπη και η τρυφερότητα, με την τελευταία να μπορεί να εκδηλωθεί ακόμα και με παράδοξους τρόπους, όπως είναι η βιαιότητα απέναντι σε κάποια άλλα πρόσωπα, προκειμένου να προφυλάξεις ή να διαφυλάξεις αυτόν που αγαπάς. Το να θες να προστατέψεις μπορεί να σε κάνει εκδικητικό και παράτολμο, όμως αυτό το μικρό αίσθημα ικανοποίησης που λαμβάνεις εκείνη την ώρα, είναι και το μεγαλείο της διαφορετικότητας που βρίσκει συμπαραστάτες και συμμάχους. Βέβαια η δύναμη και η αθανασία, έχουν το κόστος τους και ο καθένας που συμμετέχει στο παιχνίδι αυτό, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πρέπει να γνωρίζει τι είναι διατεθειμένος να ρισκάρει.

Οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές υποστηρίζουν με αξιοπρέπεια το έργο τους. Η νεαρή Chloe Moretz και ο πιτσιρικάς Kodi Smit-McPhee, δένουν ικανοποιητικά μεταξύ τους και μοιράζονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο συναισθήματα και σκέψεις που αποδίδονται ως εικόνα με ένα υπνωτικό και ηρεμιστικό τρόπο, ο οποίος οδηγείται σε ορισμένα, μετρημένα και καλοζυγισμένα ξεσπάσματα, των οποίων ο σκοπός δεν είναι μόνο να μας ταράξουν αλλά, να μας κάνουν να κατανοήσουμε ότι η φύση μας υπερισχύει όλων των άλλων και σαφέστατα δε μπορεί να διατηρείται πάντα υπό έλεγχο. Άλλωστε και οι δυο τους, έχουν για την ηλικία τους μια αρκετά καλή προϋπηρεσία στο χώρο, πράγμα που τους επιτρέπει να διαχειρίζονται τα πράγματα σωστά.

Συνολικά η ταινία, βρίσκεται ακριβώς στα ίδια επίπεδα με το πρωτότυπο σουηδικό έργο. Οι απειροελάχιστες διαφορές τους στα μικρά σημεία, ισορροπούν τα όποια θετικά ή αρνητικά στοιχεία χαρακτηρίζουν το ένα ή το άλλο. Φυσικά η συγκεκριμένη, ως αμερικάνικη παραγωγή, προσδιορίζει τον τρόμο με τον δικό της τρόπο, πράγμα που οδηγεί στη χρήση ορισμένων ψηφιακών εφέ τα οποία, αν δεν καταφέρνουν απαραίτητα να τρομάξουν τον θεατή, δεν τον ενοχλούν καθώς δεν χαλάνε την κεντρική ιδέα, ούτε προσπαθούν να τον αποπροσανατολίσουν. Παράξενα τρυφερό, αλλόκοτα στοργικό, το "Let Me In" είναι ένα βαμπιρικό ρομάντζο τρόμου ανάμεσα σε απόκληρα δωδεκάχρονα, που ο καθένας ψάχνει στον δικό του κόσμο έναν ώμο να στηριχτεί και κάποιον να νιώσει και μοιραστεί όσα διατίθεται να προσφέρει, ζητώντας μονάχα λίγη κατανόηση.
Βαθμολογία 7,5/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Άσε Το Κακό Να Μπει
Είδος: Τρόμου
Σκηνοθέτης: Matt Reeves
Πρωταγωνιστές: Chloe Moretz, Kodi Smit-McPhee, Richard Jenkins, Elias Koteas, Sasha Barrese, Chris Browning, Cara Buono, Seth Adkins, Jimmy `Jax` Pinchak, Dylan Kenin, Ritchie Coster, Dylan Minnette
Παραγωγή: 2010
Διάρκεια: 116'

Επίσημο site:
http://www.letmein-movie.com/

Posted on Δευτέρα, Ιουλίου 04, 2011 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

13 comments