"Εκδίκηση" της Μαρίας Μελεμενή

Ήταν αρχές Δεκεμβρίου και η Αθήνα είχε αρχίσει να στολίζεται γιορτινά. Ξεκίνησε να βαδίζει και όπου την έβγαζε ο δρόμος. Το ίδιο έκαναν και μαζί τις χειμωνιάτικες Κυριακές, έβγαιναν και γυρνούσαν όλη την Αθήνα. Το ίδιο έκανε και εκείνη εκείνο το απόγευμα, στα ίδια μονοπάτια περπάτησε… Μοναστηράκι, Θησείο! Θαρρείς και το έκανε επίτηδες να πάει και πάλι να περπατήσει στους ίδιους δρόμους, δεν ήθελε τελικά να ξεφύγει από τις αναμνήσεις της. Μάλλον τις αναζητούσε απελπισμένη… Όταν γύρισε μετά από ώρες, δεν αποζητούσε τίποτα άλλο από το να καθίσει και πάλι στον μικρό εκείνο καναπέ, δίπλα στο παράθυρο. Είχε αρχίσει να ψιχαλίζει κι εκείνη ένιωθε μία απέραντη μοναξιά, μία ατελείωτη θλίψη. Το δωμάτιο φώτιζε λίγο από το φως του δρόμου. Και αυτό ήταν αρκετό για να καταφέρει να πλησιάσει το τραπεζάκι δίπλα στον καναπέ και με τον αναπτήρα της να ανάψει τα κεριά, μόνο αυτά ήθελε να φωτίζουν το δωμάτιο. Μόλις ακούμπησε κάτω τα πράγματά της, πλησίασε και άναψε και τα κεριά που υπήρχαν πάνω στο πιάνο. Ο ελάχιστος μα συνάμα και ο τέλειος φωτισμός! Ήταν ελάχιστη διαφορά από το σκοτάδι. Γέμισε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και κάθισε και πάλι στον καναπέ. Δεν ήθελε φώτα, δεν ήθελε να βλέπει την εικόνα του, προτίμησε να παραμένει στο ημίφως με το φως των κεριών.