Συνοπτική περίληψη του βιβλίου:

Ένα αυγουστιάτικο απόγευµα, δύο κορίτσια –αδελφές, οκτώ και έντεκα ετών– εξαφανίζονται από µια ακτή της χερσονήσου Καµτσάτκα, του βορειοανατολικού άκρου της Ρωσίας. Τις εβδοµάδες, κι ύστερα τους µήνες, που ακολουθούν η έρευνα της αστυνοµίας αποδεικνύεται άκαρπη. Απόηχοι της εξαφάνισης αντηχούν απ’ άκρη σ’ άκρη µιας σφιχτά δεµένης κοινότητας, µε τον φόβο και την απώλεια να ταλανίζουν τις γυναίκες που ανήκουν σ’ αυτήν.
Με σκηνικό την αποµακρυσµένη σιβηρική χερσόνησο της Καµτσάτκα η Γη που χάνεται διεισδύει µε εκπληκτική συναισθηµατική ακρίβεια στον κόσµο ενός συνόλου θαυµάσια σκιαγραφηµένων χαρακτήρων που τους συνδέει ένα αδιανόητο έγκληµα. Η συγγραφέας πλάθει εικόνες σκληρής οµορφιάς και µεταφέρει τους αναγνώστες σε µια περιοχή τόσο παράξενη όσο και σαγηνευτική, όπου οι κοινωνικές και εθνοτικές εντάσεις σιγοβράζουν από καιρό, και όπου οι ξένοι συχνά είναι οι πρώτοι που θα κατηγορηθούν.
Το αριστοτεχνικό αυτό µυθιστόρηµα, γραµµένο µε ενσυναίσθηση και φαντασία, διερευνά τους περίπλοκους οικογενειακούς και κοινοτικούς δεσµούς σε µια Ρωσία διαφορετική από οτιδήποτε έχουµε δει ως τώρα, και καθηλώνει τον αναγνώστη.

Προσωπική άποψη:
Έχουν περάσει βδομάδες απ' όταν διάβασα το "Γη που χάνεται", όμως δεν έβρισκα τον τρόπο να εκφράσω την άποψή μου γι' αυτό. Ίσως ακόμα να μην τον έχω βρει, στην πραγματικότητα, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι κάτι που αποφάσισα τελικά το κάνω, γιατί νιώθω μια εσωτερική ανάγκη να το κάνω, γιατί το θέλω και όχι γιατί πρέπει, έστω κι αν δεν είμαι βέβαιη πως έχω βρει τις κατάλληλες λέξεις. Αυτό δεν οφείλεται πουθενά αλλού, παρά μονάχα στο γεγονός πως η Julia Phillips έχει δημιουργήσει μια ιστορία από εκείνες που θα σου αγγίξουν την ψυχή με δεκάδες τρόπους, αλλά που την ίδια στιγμή δεν θα είσαι σίγουρος για το πως πρέπει να τα εκφράσεις όλα αυτά, έτσι ώστε αυτός που θα βρίσκεται απέναντί σου να είναι σε θέση να τα κατανοήσει πραγματικά, σε όλη τους την έκταση.

Αύγουστος στη βορειοανατολική Ρωσία και δύο αδερφές, οχτώ και έντεκα χρόνων, περνάνε τη απόγευμά τους σε μια ακτή της χερσονήσου Καµτσάτκα, απολαμβάνοντας τον ήλιο και την ξεγνοιασιά της ηλικίας τους. Όμως, εκείνο το απόγευμα, θα είναι μοιραίο, αφού μετά απ' αυτό κανείς δεν τις είδε, κανείς δεν γνωρίζει που βρίσκονται, σαν να άνοιξε η γη και να τις κατάπιε. Υπάρχει η υποψία ότι επιβιβάστηκαν σε ένα γυαλιστερό μαύρο αυτοκίνητο, αλλά τίποτα περισσότερο από αυτό, με τις μέρες, τις βδομάδες και τους μήνες να κυλάνε και με τις έρευνες της αστυνομίας να μην αποδίδουν τον παραμικρό καρπό. Τα δύο κορίτσια είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ, την ίδια όμως στιγμή, έχουν αφήσει πίσω τους ένα τεράστιο ρήγμα, το κενό του οποίου μοιάζει να μην μπορεί να καλυφθεί με τίποτα.

Αν αναζητάτε τον ορισμό του πολυδιάστατου, το βιβλίο αυτό έρχεται για να σας δώσει τη σωστή απάντηση, και αυτό είναι κάτι που δεν αφορά μόνο την ιστορία και όσα θέματα θίγονται μέσα απ' αυτήν, αλλά και τον τρόπο που η συγγραφέας έχει επιλέξει να την αφηγηθεί. Ουσιαστικά, έχουμε την εξιστόρηση ενός χρονικού διάρκειας ενός έτους, μέσα από τα μάτια μιας ντουζίνας ανθρώπων, που ο καθένας τους διαθέτει τη δική του φωνή, τον δικό του τρόπο σκέψης, τη δική του οπτική, η οποία με τη σειρά της καθορίζει το πως βλέπει, αντιλαμβάνεται και τελικά επεξεργάζεται τα δεδομένα, τα γεγονότα και τις καταστάσεις. Αυτή η επιλογή της συγγραφέως κάνει την ιστορία, εκτός από πολύπλευρη, πολύ σφαιρική, θα λέγαμε, σε όλα τα επίπεδα, ενώ παράλληλα αυξάνει τον αφηγηματικό ρυθμό και την ένταση αυτού κατακόρυφα, με τις εξελίξεις να "τρέχουν" χωρίς σταματημό, παρασύροντάς μας σε έναν κυκεώνα σκέψεων και συναισθημάτων που δεν είμαστε βέβαιοι πως να τα διαχειριστούμε.

Κι αν περίμενε κανείς πως η ιστορία θα εστιάζει περισσότερο στην μυστηριώδη εξαφάνιση των δύο κοριτσιών και στην επίλυση της υπόθεσής τους, αυτή επιλέγει να εστιάσει, τελικά, στο πως η εξαφάνιση αυτή επηρέασε, τόσο τις οικογένειές τους, όσο και την κοινότητα στην οποία ανήκουν, αλλά και τι συνέπειες είχε για όλους αυτούς τους ανθρώπους, σε όλα τα επίπεδα, φέρνοντας την επιφάνεια όλα εκείνα τα μυστικά που κρύβονται κάτω απ' το χαλί, μα και όλες τις εντάσεις που σιγοβράζουν, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να εκραγούν, σαν ένα άλλο ηφαίστειο, κινδυνεύοντας να παρασύρουν τα πάντα στο πέρασμά τους, σαρώνοντας και μην αφήνοντας τίποτα όρθιο. Γιατί είναι πολύ εύκολο μια οικογένεια, αλλά και μια κοινωνία ολάκερη, να σταθεί πίσω από μια εικόνα που έχει φτιάξει για τον εαυτό της, αλλά είναι ακόμα πιο εύκολο η εικόνα αυτή να καταρρεύσει και τελικά να μην απομείνει τίποτα.

Περισσότερο, όμως, η Phillips εστιάζει στις γυναίκες της ιστορίας αυτής, οι οποίες είναι εκείνες που επηρεάζονται περισσότερο απ' όλα όσα συμβαίνουν, γιατί είναι στη φύση τους να συμβαίνει αυτό, μα και γιατί, στην προκειμένη περίπτωση, υπάρχουν πολύ ουσιαστικοί λόγοι να τις βασανίζουν οι έννοιες και η αγωνία για όσα έχουν συμβεί, αλλά και για όσα πρόκειται να συμβούν, αφού συνήθως, μετά από ένα πρώτο δυνατό κύμα, ακολουθεί ένα δεύτερο, ακόμα δυνατότερο. Σε κάθε περίπτωση, το στοιχείο αυτό που σε εξιτάρει περισσότερο σε όλα αυτά, είναι πως όλοι αυτοί οι χαρακτήρες, στην πραγματικότητα, φαίνεται να μην δένουν μεταξύ τους με τρόπο που θα σε βοηθούσε να καταλήξεις σε κάποια ασφαλή συμπεράσματα, και αυτό σε ιντριγκάρει, αφού σε κάνει να πιστεύεις πως υπάρχει κάτι στην όλη εικόνα που δεν το έχεις παρατηρήσει, μια λεπτομέρεια σε αυτό το παζλ που θα σε βοηθήσει να βάλεις τα τελευταία του κομμάτια στη σωστή τους θέση, παίρνοντας απαντήσεις που δεν περίμενες, αλλά που θα είναι οι σωστές.

Η άγρια ομορφιά του τοπίου στο οποίο εξελίσεται όλη η δράση της αφήγησης, συμβάλλει με τον δικό της τρόπο στη δημιουργία μιας άκρως ατμοσφαιρικής διάθεσης, που δεν αποτελεί απλά ένα σκηνικό, αλλά μοιάζει να καθορίζει τον ψυχισμό των χαρακτήρων και το πως αυτοί επιλέγουν να κινηθούν στις εκάστοτε συνθήκες, μέσα στο μισογυνιστικό πλαίσιο μιας κοινωνίας που δεν θα λέγαμε πως παλεύει ιδιαίτερα για να την κρύψει, αλλά που καταφέρνει παρ' όλα ταύτα να θολώνει τα νερά όποτε χρειάζεται, ώστε να μπορεί να καλλιεργεί την σαθρότητά της ανενόχλητη, χωρίς να υπολογίζει ανθρώπινες ψυχές ή συνέπειες. Και μέσα σε όλα αυτά, το μίσος για το διαφορετικό, αυτό που θεωρούμε πως παραμένει άγνωστο σε εμάς, και που ίσως πράγματι να είναι, όχι όμως επειδή κρύβει την αλήθεια του, αλλά γιατί εμείς επιλέγουμε πεισματικά να μην θέλουμε να την δούμε, πόσο μάλλον να την κατανοήσουμε και να την αποδεχθούμε ως κανονικότητα μιας άλλης διάστασης.

Μια πόλη που χαρακτηρίζεται, τόσο αυτή όσο και οι κάτοικοί της, από μια ευθραυστότητα που άλλες φορές συγκινεί κι άλλες προκαλεί έναν κόσμο στο στομάχι μας, δημιουργώντας μας βαθύ προβληματισμό για όλες τις λανθάνουσες πεποιθήσεις και αντιλήψεις και μπορούν ν' αναπτυχθούν μέσα σε ένα σύνολο ανθρώπων, που αλληλεπιδρούν χωρίς παράλληλα να συνειδητοποιούν πόσο κακό μπορούν να κάνουν ο ένας στον άλλον, διαφθείροντας την κοινωνία στον πυρήνα της με ανεξέλεγκτες, για όλους, συνέπειες. Μια κοινωνία οι γυναίκες της οποίας παλεύουν να ξεφύγουν από την ντροπή που άλλοι τους φόρτωσαν στις πλάτες, από την κατάκριση ανθρώπων που δεν είναι άξιοι να κρίνουν κανέναν, από το βάρος των δικών τους ενοχών για όσα έκαναν, μα κυρίως για όσα δεν έκαναν. Μια ιστορία που σε παρασύρει μαζί της, που σου προσφέρει απλόχερα τροφή για σκέψη. Μια ιστορία από εκείνες που πρέπει ν' αφήσεις τις αλήθειες της να ζυμωθούν και να ωριμάσουν μέσα σου. Μια ιστορία από εκείνες που σε συνεπαίρνουν και δεν ξεχνάς ποτέ, γιατί σε πήγαν σε άλλα μονοπάτια απ' αυτά που θα περίμενες.
Βαθμολογία 9/10

Ταυτότητα βιβλίου:
Συγγραφέας: Julia Phillips
Μεταφραστής: Ηλιάδου Ιωάννα
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Κατηγορία: Ξένη Λογοτεχνία
Έτος Έκδοσης: 2021
Αρ. σελίδων: 464
ISBN: 978-618-03-2548-5