"Συσχετισμοί" του Βαγγέλη Λουλαδάκη

Αποσπάσματα από το Εισαγωγικό Σημείωμα του Σ.Ν. Φιλιππίδη:
Τα σύντομα κείμενα που περιέχονται στη συλλογή Συσχετισμοί συνιστούν μια ενότητα. […] Τα ποιητικά κείμενα δεν είναι γραμμένα σε στίχους αλλά σε συνεχή λόγο. Επιπλέον έχει επινοηθεί ένας, μοναδικός χαρακτήρας, η «γιαγιά», και η απρόσωπη φωνή του ποιητή περιγράφει τα δρώμενα. Κατά τρίτο λόγο, τα δρώμενα δεν είναι πια η φαινομενικά ασήμαντη καθημερινή πραγματικότητα, αλλά συμβάντα αντιπραγματικά που αποβλέπουν ακριβώς σε αλλαγή της πραγματικότητας: η «γιαγιά» εκτελεί μόνη της μικρές μαγικές τελετουργίες που επηρεάζουν είτε την ίδια ή το χώρο γύρω της (αιωρείται, λόγου χάριν, άλλοτε η ίδια και άλλοτε τα αντικείμενα γύρω της). Δεν πρόκειται δηλαδή για πράξεις μαγείας που έχουν στόχο να προκαλέσουν κακό σε άλλους ανθρώπους ή να τους επηρεάσουν καταλυτικά, αλλά για μια «λευκή μαγεία» που αποβλέπει σε μια αντικατάσταση της υπαρκτής πραγματικότητας με μια άλλη.
[…] Και τί είναι αυτά τα σύντομα κείμενα; Μικρές πρόζες, μινιμαλιστικά διηγήματα;
Διαθέτουν έναν υποτυπώδη χαρακτήρα και μια στοιχειώδη πλοκή. Και όμως σαφώς δεν πρόκειται για αφηγήσεις: ο στόχος τους δεν είναι να διηγηθούν μια μικρή ιστορία, γιατί απουσιάζει από αυτά η όποια αφηγηματική ανάπτυξη· μάλλον φαίνεται πως επιχειρούν να μαρτυρήσουν με απλούστατα μέσα μια «μαγική» διαδικασία, να δώσουν σημεία ενός άλλου, μαγικού κόσμου. Εδώ δηλαδή είναι που μεταφερόμαστε στον κόσμο της ποίησης. Και εάν θα θέλαμε να τα χαρακτηρίσουμε ειδολογικά, θα ήμασταν πλησιέστεροι και στην ουσία και στη μορφολογία τους εάν τα ονομάζαμε πεζά ποιήματα.
[…] Αυτό ωστόσο που διαφοροποιεί την τελευταία συλλογή του από τις δύο προηγούμενες, είναι ότι όλα τα πεζά ποιήματα είναι ψηφίδες που συντελούν στη διαγραφή ενός σαφώς περιγραμμένου μικροσύμπαντος. Η «γιαγιά» είναι στην ουσία ανύπαρκτη. Είναι ένα πρόσχημα για να κάνει ο ποιητής τις μαγείες του. Η μαγεία είναι ακριβώς το κλειστό και συγκεκριμένο μικροσύμπαν της φαντασίας του, όπου τα πάντα είναι δυνατά. Ο Λουλαδάκης είναι ένας οραματιστής του οποίου το όραμα, υπερβαίνοντας τα όρια του πραγματικού, επιτελεί την ποθητή φυγή για εκείνον και για εμάς.