Συνοπτική περίληψη του βιβλίου:
Παρασκευή βράδυ, φθινόπωρο του 2000. Σε ένα μπαρ λίγα τετράγωνα μακριά από το πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ η Πέρσι Μαρκς μιλάει πάλι για μουσική. Στο τζουκμπόξ παίζει Hall and Oates κι εκείνη, που δεν έχει κανένα ταλέντο στη μουσική, αλλά έχει άποψη για οτιδήποτε σχετίζεται με αυτήν, επιδίδεται σε αυτό που ξέρει ότι είναι η πιο ενοχλητική της συνήθεια: δεν μπορεί να σταματήσει να αναλύει υπερβολικά το τραγούδι. Απόψε όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δίπλα της στο μπαρ βρίσκεται ο συμφοιτητής της Τζο Μόροου, ταλαντούχος μουσικός με στόφα σταρ, ο οποίος θα μπορούσε να την ακούει να μιλάει όλη νύχτα.
Ο Τζο καταλήγει να ζητά τη γνώμη της Πέρσι για τα τραγούδια του και το αποτέλεσμα είναι η έναρξη μιας συνεργασίας που θα διαρκέσει χρόνια, θα πυροδοτήσει νέες, παθιασμένες επιθυμίες και θα οδηγήσει τον Τζο στον δρόμο προς τη φήμη. Όμως όλο αυτό θα τους πληγώσει και τους δύο, παγιδεύοντάς τους σε ρόλους που κανείς τους δεν ήθελε.
Παρασύροντάς μας σε ένα ταξίδι από τα μπαρ του Μπρούκλιν στις σκηνές του Σαν Φρανσίσκο, το βιβλίο μιλά για το ταλέντο, τις εμμονές, τις υποχωρήσεις, και κυρίως για την ανάγκη που έχει ο καθένας μας να ακουστεί. Με σάουντρακ τις μεγαλύτερες επιτυχίες αλλά και τα λιγότερο γνωστά τραγούδια της δεκαετίας του 2000, με τις μουσικές γνώσεις και τον ρομαντισμό του High Fidelity, τα Κρυφά διαμάντια είναι ένα ερωτικό γράμμα στους μιλένιαλ και στην ίδια τη μουσική.
Προσωπική άποψη:
Ανήκω στη γενιά των Millennials και νιώθω πραγματικά ευλογημένη γι’ αυτό, επειδή είμαστε μια γενιά που έχει ζήσει τόσο το «πριν» όσο και το «μετά» μιας ολόκληρης εποχής, γεγονός που μας έχει επιτρέψει να είμαστε προσαρμοστικοί, ευέλικτοι και να μπορούμε ν’ απολαμβάνουμε ό,τι νέο μας προσφέρεται, χωρίς την ίδια στιγμή ν’ απορρίπτουμε ότι θεωρείται ξεπερασμένο ή παρωχημένο. Αντίθετα, αγαπάμε οτιδήποτε σήμερα χαρακτηρίζεται ως «cult», κι ένα απ’ αυτά είναι αναμφίβολα η μουσική μας, αυτή με την οποία μεγαλώσαμε, ερωτευτήκαμε, διασκεδάσαμε, γαλουχηθήκαμε, και που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής και της καθημερινότητάς μας.
Μια τέτοια Millennial πρέπει να είναι και η πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας Holly Brickley –όρκο δεν παίρνω, καθώς δεν γνωρίζω πότε γεννήθηκε, αλλά τα «σημάδια» που την προδίδουν θα έλεγα πως είναι πολύ έντονα-, η οποία θέλησε ν’ αφηγηθεί μια ιστορία, πρωταγωνίστρια της οποίας είναι φαινομενικά η Πέρσι Μαρκς, μα περισσότερο από εκείνη, πρωταγωνίστρια είναι η ίδια η μουσική. Η Πέρσι είναι παθιασμένη μαζί της, και παρά που δεν έχει κανένα απολύτως ταλέντο σε αυτή, έχει πολύ μεγάλη άποψη για οτιδήποτε την αφορά, αναλύοντας κάθε τραγούδι σε σημείο που γίνεται ενοχλητική. Μέχρι που ένα φθινοπωρινό βράδυ του 2000, θα γνωρίσει σε ένα μπαρ τον Τζο, μουσικό με εξαιρετικό ταλέντο, που νιώθει πως θα μπορούσε να την ακούει να μιλάει για τη μουσική χωρίς σταματημό.
Εκείνο το βράδυ, όπου ο Τζο θα ζητήσει από την Πέρσι ν’ ακούσει τα τραγούδια του και να του πει τη γνώμη της, θα είναι η αρχή μιας «σχέσης» συνεργασίας που θα κρατήσει χρόνια ολόκληρα, παρά που και οι δυο τους νιώθουν κάτι περισσότερο, χωρίς να τολμούν ν’ αποκαλυφθούν ή να μιλήσουν γι’ αυτό. Ο Τζο ακολουθεί τον δρόμο προς τη φήμη, η σχέση τους αλλάζει και μεταλλάσσεται, με τα πάνω της και τα κάτω της, με τους δυο τους να βρίσκονται παγιδευμένοι σε ρόλους που δεν επιθύμησαν, αλλά που στην πραγματικότητα δεν έκαναν τίποτα για να τους αποφύγουν. Και γιατί, ίσως, δεν μπορείς να τα έχεις όλα, ή γιατί κάποιες φορές πρέπει να επιλέγεις τι είναι αυτό που είναι πραγματικά σημαντικότερο για σένα.
Όπως προανέφερα, η μουσική στην ιστορία αυτή δεν υπάρχει απλά στον φόντο, αλλά πρωταγωνιστεί, είναι η καρδιά και ο πυρήνας της. Λειτουργεί ως μέτρο για να προσδιοριστεί η βαρύτητα που έχει η προσωπική αξία, η δημιουργική ταυτότητα, το κυνήγι της φήμης, η καταξίωση. Η Πέρσι θέλει ν’ ακουστεί, να κάνει τη διαφορά, όμως μακριά από τη σκηνή. Ο Τζο μπορεί να λάμψει, να ξεχωρίσει, όμως η Πέρσι πρέπει να θυσιάσει κάτι από τη δική της λάμψη, για να ενισχύσει τη δική του. Κι άραγε, μπορεί, ή και θέλει, να μείνει πάντα η σκιά του, ενισχύοντας το δικό του φως –γιατί, όσο πιο δυνατή η σκιά, τόσο πιο ισχυρό το φως-, ή αξίζει να ρισκάρει και να βγει στο προσκήνιο. Θα μείνει πάντα η υποστηρικτή φιγούρα στο πλάι του ή θα πάψει να θυσιάζεται;
Η θυσία, λοιπόν, αποτελεί βασικό άξονα της αφήγησης, θυμίζοντάς μας πως όποιος παίρνει τα εύσημα και την αναγνώριση, δεν είναι απαραίτητα αυτός, ή έστω ο μόνος, που τ’ αξίζει. Η αναζήτηση της προσωπικής μας ταυτότητας, είναι ένας ακόμα άξονας, με την Πέρσι ν’ αναζητά την αυτονομία της, παύοντας να είναι απλώς μια φωνή πίσω απ’ τη φωνή του Τζο, να είναι η «μούσα» και η βοηθός του, αλλά πρωταγωνιστώντας στη δική της ιστορία. Τέλος, έχουμε να κάνουμε με τον έρωτα ανάμεσα σε δύο φίλους που με τον καιρό «καίγονται» να γίνουν κάτι περισσότερο, με την παραδοχή, ωστόσο, να μην έρχεται. Ίσως γιατί ο έρωτας αυτός είναι άρρηκτα δεμένος με τη δημιουργία, με την κοινή δουλειά, με τη γέφυρα να μην λειτουργεί, σε αυτό το επίπεδο, τουλάχιστον, ως γέφυρα, αλλά ως εμπόδιο.
Η Πέρσι και ο Τζο είναι δύο ιδιαίτεροι χαρακτήρες, που άλλοτε αισθάνεσαι πως έχουν πολλή χημεία μεταξύ τους, άλλοτε καθόλου. Κάποιες στιγμές ταυτίζεσαι μαζί τους, κι άλλες, πάλι, νιώθεις χιλιόμετρα μακριά τους. Αποτελούν τα δίπολα μιας συνθήκης, όπου το «θέλω να είμαστε μαζί» συγκρούεται με το «μπορώ να τα καταφέρω και μόνος μου», που οι αδυναμίες, ο φόβος και ο εγωισμός υπερκαλύπτουν το «μαζί» κι επιτρέπουν στο «εγώ» να κυριαρχήσει. Κι αυτά είναι στοιχεία που καθιστούν την ιστορία τους ένα καλοδουλεμένο, εσωτερικό μυθιστόρημα, με δραματουργικά στοιχεία μεν, που δεν γίνεται μελόδραμα δε, που με γλώσσα ρέουσα και νεανική διάθεση, χτίζει την ιστορία του χωρίς να καταφεύγει σε «εκρήξεις», αλλά βασιζόμενο περισσότερο στις «σιωπές», που καμιά φορά είναι πιο εκκωφαντικές απ’ οτιδήποτε άλλο.
Το λογοτεχνικό ντεμπούτο της Brickley θα το χαρακτήριζα ως ιδιαίτερο, και σίγουρα δεν απευθύνεται στο σύνολο του αναγνωστικού κοινού, αλλά στους ανθρώπους της δικιάς μου γενιάς, που κρύβουμε ένα ξεχωριστό αίσθημα νοσταλγίας βαθιά στην ψυχή μας. Η ιστορία της είναι γεμάτη από τραγούδια και μουσική, άλλα πιο δημοφιλή, άλλα πιο άγνωστα, που αποτελούν, ωστόσο, «κρυφά διαμάντια», όπως μαρτυρά και ο τίτλος του βιβλίου, και ουσιαστικά είναι μια βαθιά συναισθηματική ερωτική επιστολή, που απευθύνεται σε όλους τους Millennials, αλλά και στη μουσική αυτή καθ’ αυτή, μπορεί να μας σημαδέψει, να μας ορίσει και να μας καθορίσει, με τρόπους που ίσως δεν φανταζόμασταν.
Βαθμολογία 9/10
Ταυτότητα βιβλίου:
Συγγραφέας: Holly Brickley
Μεταφραστής: Γκανά Μυρσίνη
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Κατηγορία: Ξένη Λογοτεχνία
Έτος Έκδοσης: 2025
Αρ. σελίδων: 444
ISBN: 978-618-03-4544-5
Παρασκευή βράδυ, φθινόπωρο του 2000. Σε ένα μπαρ λίγα τετράγωνα μακριά από το πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ η Πέρσι Μαρκς μιλάει πάλι για μουσική. Στο τζουκμπόξ παίζει Hall and Oates κι εκείνη, που δεν έχει κανένα ταλέντο στη μουσική, αλλά έχει άποψη για οτιδήποτε σχετίζεται με αυτήν, επιδίδεται σε αυτό που ξέρει ότι είναι η πιο ενοχλητική της συνήθεια: δεν μπορεί να σταματήσει να αναλύει υπερβολικά το τραγούδι. Απόψε όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δίπλα της στο μπαρ βρίσκεται ο συμφοιτητής της Τζο Μόροου, ταλαντούχος μουσικός με στόφα σταρ, ο οποίος θα μπορούσε να την ακούει να μιλάει όλη νύχτα.
Ο Τζο καταλήγει να ζητά τη γνώμη της Πέρσι για τα τραγούδια του και το αποτέλεσμα είναι η έναρξη μιας συνεργασίας που θα διαρκέσει χρόνια, θα πυροδοτήσει νέες, παθιασμένες επιθυμίες και θα οδηγήσει τον Τζο στον δρόμο προς τη φήμη. Όμως όλο αυτό θα τους πληγώσει και τους δύο, παγιδεύοντάς τους σε ρόλους που κανείς τους δεν ήθελε.
Παρασύροντάς μας σε ένα ταξίδι από τα μπαρ του Μπρούκλιν στις σκηνές του Σαν Φρανσίσκο, το βιβλίο μιλά για το ταλέντο, τις εμμονές, τις υποχωρήσεις, και κυρίως για την ανάγκη που έχει ο καθένας μας να ακουστεί. Με σάουντρακ τις μεγαλύτερες επιτυχίες αλλά και τα λιγότερο γνωστά τραγούδια της δεκαετίας του 2000, με τις μουσικές γνώσεις και τον ρομαντισμό του High Fidelity, τα Κρυφά διαμάντια είναι ένα ερωτικό γράμμα στους μιλένιαλ και στην ίδια τη μουσική.
Προσωπική άποψη:
Ανήκω στη γενιά των Millennials και νιώθω πραγματικά ευλογημένη γι’ αυτό, επειδή είμαστε μια γενιά που έχει ζήσει τόσο το «πριν» όσο και το «μετά» μιας ολόκληρης εποχής, γεγονός που μας έχει επιτρέψει να είμαστε προσαρμοστικοί, ευέλικτοι και να μπορούμε ν’ απολαμβάνουμε ό,τι νέο μας προσφέρεται, χωρίς την ίδια στιγμή ν’ απορρίπτουμε ότι θεωρείται ξεπερασμένο ή παρωχημένο. Αντίθετα, αγαπάμε οτιδήποτε σήμερα χαρακτηρίζεται ως «cult», κι ένα απ’ αυτά είναι αναμφίβολα η μουσική μας, αυτή με την οποία μεγαλώσαμε, ερωτευτήκαμε, διασκεδάσαμε, γαλουχηθήκαμε, και που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής και της καθημερινότητάς μας.
Μια τέτοια Millennial πρέπει να είναι και η πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας Holly Brickley –όρκο δεν παίρνω, καθώς δεν γνωρίζω πότε γεννήθηκε, αλλά τα «σημάδια» που την προδίδουν θα έλεγα πως είναι πολύ έντονα-, η οποία θέλησε ν’ αφηγηθεί μια ιστορία, πρωταγωνίστρια της οποίας είναι φαινομενικά η Πέρσι Μαρκς, μα περισσότερο από εκείνη, πρωταγωνίστρια είναι η ίδια η μουσική. Η Πέρσι είναι παθιασμένη μαζί της, και παρά που δεν έχει κανένα απολύτως ταλέντο σε αυτή, έχει πολύ μεγάλη άποψη για οτιδήποτε την αφορά, αναλύοντας κάθε τραγούδι σε σημείο που γίνεται ενοχλητική. Μέχρι που ένα φθινοπωρινό βράδυ του 2000, θα γνωρίσει σε ένα μπαρ τον Τζο, μουσικό με εξαιρετικό ταλέντο, που νιώθει πως θα μπορούσε να την ακούει να μιλάει για τη μουσική χωρίς σταματημό.
Εκείνο το βράδυ, όπου ο Τζο θα ζητήσει από την Πέρσι ν’ ακούσει τα τραγούδια του και να του πει τη γνώμη της, θα είναι η αρχή μιας «σχέσης» συνεργασίας που θα κρατήσει χρόνια ολόκληρα, παρά που και οι δυο τους νιώθουν κάτι περισσότερο, χωρίς να τολμούν ν’ αποκαλυφθούν ή να μιλήσουν γι’ αυτό. Ο Τζο ακολουθεί τον δρόμο προς τη φήμη, η σχέση τους αλλάζει και μεταλλάσσεται, με τα πάνω της και τα κάτω της, με τους δυο τους να βρίσκονται παγιδευμένοι σε ρόλους που δεν επιθύμησαν, αλλά που στην πραγματικότητα δεν έκαναν τίποτα για να τους αποφύγουν. Και γιατί, ίσως, δεν μπορείς να τα έχεις όλα, ή γιατί κάποιες φορές πρέπει να επιλέγεις τι είναι αυτό που είναι πραγματικά σημαντικότερο για σένα.
Όπως προανέφερα, η μουσική στην ιστορία αυτή δεν υπάρχει απλά στον φόντο, αλλά πρωταγωνιστεί, είναι η καρδιά και ο πυρήνας της. Λειτουργεί ως μέτρο για να προσδιοριστεί η βαρύτητα που έχει η προσωπική αξία, η δημιουργική ταυτότητα, το κυνήγι της φήμης, η καταξίωση. Η Πέρσι θέλει ν’ ακουστεί, να κάνει τη διαφορά, όμως μακριά από τη σκηνή. Ο Τζο μπορεί να λάμψει, να ξεχωρίσει, όμως η Πέρσι πρέπει να θυσιάσει κάτι από τη δική της λάμψη, για να ενισχύσει τη δική του. Κι άραγε, μπορεί, ή και θέλει, να μείνει πάντα η σκιά του, ενισχύοντας το δικό του φως –γιατί, όσο πιο δυνατή η σκιά, τόσο πιο ισχυρό το φως-, ή αξίζει να ρισκάρει και να βγει στο προσκήνιο. Θα μείνει πάντα η υποστηρικτή φιγούρα στο πλάι του ή θα πάψει να θυσιάζεται;
Η θυσία, λοιπόν, αποτελεί βασικό άξονα της αφήγησης, θυμίζοντάς μας πως όποιος παίρνει τα εύσημα και την αναγνώριση, δεν είναι απαραίτητα αυτός, ή έστω ο μόνος, που τ’ αξίζει. Η αναζήτηση της προσωπικής μας ταυτότητας, είναι ένας ακόμα άξονας, με την Πέρσι ν’ αναζητά την αυτονομία της, παύοντας να είναι απλώς μια φωνή πίσω απ’ τη φωνή του Τζο, να είναι η «μούσα» και η βοηθός του, αλλά πρωταγωνιστώντας στη δική της ιστορία. Τέλος, έχουμε να κάνουμε με τον έρωτα ανάμεσα σε δύο φίλους που με τον καιρό «καίγονται» να γίνουν κάτι περισσότερο, με την παραδοχή, ωστόσο, να μην έρχεται. Ίσως γιατί ο έρωτας αυτός είναι άρρηκτα δεμένος με τη δημιουργία, με την κοινή δουλειά, με τη γέφυρα να μην λειτουργεί, σε αυτό το επίπεδο, τουλάχιστον, ως γέφυρα, αλλά ως εμπόδιο.
Η Πέρσι και ο Τζο είναι δύο ιδιαίτεροι χαρακτήρες, που άλλοτε αισθάνεσαι πως έχουν πολλή χημεία μεταξύ τους, άλλοτε καθόλου. Κάποιες στιγμές ταυτίζεσαι μαζί τους, κι άλλες, πάλι, νιώθεις χιλιόμετρα μακριά τους. Αποτελούν τα δίπολα μιας συνθήκης, όπου το «θέλω να είμαστε μαζί» συγκρούεται με το «μπορώ να τα καταφέρω και μόνος μου», που οι αδυναμίες, ο φόβος και ο εγωισμός υπερκαλύπτουν το «μαζί» κι επιτρέπουν στο «εγώ» να κυριαρχήσει. Κι αυτά είναι στοιχεία που καθιστούν την ιστορία τους ένα καλοδουλεμένο, εσωτερικό μυθιστόρημα, με δραματουργικά στοιχεία μεν, που δεν γίνεται μελόδραμα δε, που με γλώσσα ρέουσα και νεανική διάθεση, χτίζει την ιστορία του χωρίς να καταφεύγει σε «εκρήξεις», αλλά βασιζόμενο περισσότερο στις «σιωπές», που καμιά φορά είναι πιο εκκωφαντικές απ’ οτιδήποτε άλλο.
Το λογοτεχνικό ντεμπούτο της Brickley θα το χαρακτήριζα ως ιδιαίτερο, και σίγουρα δεν απευθύνεται στο σύνολο του αναγνωστικού κοινού, αλλά στους ανθρώπους της δικιάς μου γενιάς, που κρύβουμε ένα ξεχωριστό αίσθημα νοσταλγίας βαθιά στην ψυχή μας. Η ιστορία της είναι γεμάτη από τραγούδια και μουσική, άλλα πιο δημοφιλή, άλλα πιο άγνωστα, που αποτελούν, ωστόσο, «κρυφά διαμάντια», όπως μαρτυρά και ο τίτλος του βιβλίου, και ουσιαστικά είναι μια βαθιά συναισθηματική ερωτική επιστολή, που απευθύνεται σε όλους τους Millennials, αλλά και στη μουσική αυτή καθ’ αυτή, μπορεί να μας σημαδέψει, να μας ορίσει και να μας καθορίσει, με τρόπους που ίσως δεν φανταζόμασταν.
Βαθμολογία 9/10
Ταυτότητα βιβλίου:
Συγγραφέας: Holly Brickley
Μεταφραστής: Γκανά Μυρσίνη
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Κατηγορία: Ξένη Λογοτεχνία
Έτος Έκδοσης: 2025
Αρ. σελίδων: 444
ISBN: 978-618-03-4544-5



0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου