"Ε. Χ. Γονατάς. Μικρές παράξενες ιστορίες" του Φραγκίσκη Αμπατζόπουλου
Σχεδόν είκοσι χρόνια από τον θάνατό του, βλέπω ακόμη τον Ε.Χ. Γονατά να ψάχνει έντρομος στη μεγάλη δερμάτινη τσάντα που πάντα κουβαλούσε, θαρρείς σαν γιατρός, για να βρει το πολύτιμο εργαλείο που θα τον βοηθούσε καλύτερα στην εξερεύνηση του κόσμου: τα γυαλιά του, ένα κολλύριο για τα μάτια, μια φωτοτυπία, ένα απόκομμα εφημερίδας, τα κλειδιά του. Ήταν σαν να προσπαθούσε να θεραπεύσει την αντιφατική και ανησυχητική φύση της πραγματικότητας με ένα ελάχιστο αλλά αναγκαίο «τίποτε», κρυμμένο καλά, μέσα στο μυστικό και ανεξέλεγκτο στριφογύρισμα του χρόνου – ένας γιατρός της ψυχής μας; Ίσως.
Οι κριτικοί της γενιάς του τον είπαν «ονειροποιό», «παραδοξογράφο», «ερημίτη της Κηφισιάς», «αυτοεξόριστο στο εργαστήρι του». Μόνο μετά το 1980 το έργο του άρχισε να γίνεται γνωστό, να συζητιέται, να εμπνέει τους νεότερους, να αποκτά φανατικούς αναγνώστες, να βρίσκει μαθητές, να διασκευάζεται για το θέατρο. Γιατί δεν είναι μυστικό ότι εκείνος ανέδειξε στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό τις αρετές και τη μαγεία της λεγόμενης «μικρής φόρμας», της λογοτεχνικής μινιατούρας. Αυτό το επέτυχε καλλιεργώντας συνειδητά μια πρόζα με ποιητική εμβέλεια. Η πρόζα αυτή, ιδιόμορφη και ανήσυχη, συγγενεύει με το παραδοξογράφημα, τη φανταστική λογοτεχνία, τη «νουβέλα θαυμασίων πράξεων», το «merveilleux» του Μπρετόν, την ονειρική αφήγηση, και έχει προσλάβει τη μορφή της σύντομης και παράξενης ιστορίας.
Tο βιβλίο αυτό άρχισε να γράφεται από παλιότερα. Γεννήθηκε στα χρόνια της φιλίας μου με τον Γονατά, που κράτησε από τη γνωριμία μας το 1980 μέχρι τον θάνατό του. Ένα πρώτο υλικό σχηματίστηκε όταν δίδαξα το έργο του στο πλαίσιο της μεταπολεμικής λογοτεχνίας και των πρωτοποριακών κινημάτων στον Τομέα Φιλολογίας του ΑΠΘ. Η τελική μορφή είναι αποτέλεσμα εντατικής προσπάθειας των τελευταίων χρόνων.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου παρακολουθεί τη ζωή και την πνευματική διαμόρφωση του συγγραφέα μέσα από το έργο και την αλληλογραφία του, τη σχέση με τους δασκάλους του, ιδιαίτερα τον Νίκο Εγγονόπουλο, και με τους φίλους του Γιώργο Κοτζιούλα, Γιώργο Μακρή, Μίλτο Σαχτούρη, Δημήτρη Παπαδίτσα, Νίκο Καχτίτση, Αλέξη Ακριθάκη.
Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει «Σημειώματα», στα οποία επανέρχομαι πιο διεξοδικά στους αγαπημένους του συγγραφείς και φίλους και σε ζητήματα-κλειδιά του έργου του.
Φ. Α.
"Τα χρώματα του κύβου. Σταθμοί της ελληνικής πεζογραφίας 1866-2023" του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Η ελληνική πεζογραφία είναι έτσι κι αλλιώς ένα πολύεδρο, με τις ετερογενείς ιστορικές περιόδους, τα πολυγενή αφηγηματικά είδη, τις πολλαπλές εξακτινώσεις των αφηγηματικών τρόπων, τις πολυώνυμες αφηγηματικές γωνίες και εστιάσεις, τις ποικιλόμορφες θεματικές της κατευθύνσεις. Και τα χρώματα των εδρών του κύβου, όπως στο παιδικό μου παιχνίδι με τον κύβο του μικρού ταχυδακτυλουργού, αντιστοιχούν, μεταφορικά εννοείται, στους χρονικούς και ιστορικούς θύλακες της πεζογραφίας που εγκλείονται στον ιστορικό κύκλο του βιβλίου αυτού.
Στις χρωματιστές έδρες του κύβου θα συναντήσουμε τον Εμμανουήλ Ροΐδη και την Πάπισσα Ιωάννα, τις βεβαρημένες ιδεολογικά ερμηνείες του Παπαδιαμάντη. Θα δούμε τι σημαίνει για τις γυναίκες και για τη θέση τους στην κοινωνία και στη λογοτεχνία η πεζογραφία της Ελισάβετ ΜουτζάνΜαρτινέγκου, τι απηχεί ο σπινθηροβόλος νους του Μιχαήλ Μητσάκη, τι πρόλαβε να αποτυπώσει και ποια Αθήνα ζητούσε να απεικονίσει σε ένα από τα νεανικά δείγματα της μυθιστοριογραφικής του παραγωγής ο Γρηγόριος Ξενόπουλος. Θα προσπαθήσουμε να κοιτάξουμε, χωρίς τα γυαλιά της ηθογραφίας και της λαογραφίας, τα πεζά του Κώστα Κρυστάλλη, το τι αποτυπώνει η διαβρωτική απομυθοποίηση της σάτιρας του Ιωάννη Κονδυλάκη, ο ταξικός προσανατολισμός και ο πολιτικός λόγος του διηγηματογράφου και μυθιστοριογράφου Κωνσταντίνου Θεοτόκη.
Θα συναντήσουμε, ακόμα, τον μοντερνιστή και εκ παραλλήλου παραδοσιοκράτη Φώτη Κόντογλου, τον μοναρχικό αλλά και υπερασπιστή της ανοχής και της ελευθερίας Κωνσταντίνο Τσιτσελίκη και τον μυθιστοριογράφο και διηγηματογράφο Στράτη Μυριβήλη, άλλοτε με τους περιορισμούς και άλλοτε με την τόλμη του, καθώς και τον Καζαντζάκη, τον Παύλο Νιρβάνα, τον Γουλιέλμο Άμποτ, τον Καραγάτση, τη Μέλπω Αξιώτη, τον Γιάννη Μαρή, τον Νίκο Καχτίτση, τον Στρατή Τσίρκα, αλλά και τους συγγραφείς της πρώιμης και της ώριμης μεταπολίτευσης.
Β. Χ.
"Γιάννης Μπουτάρης: Η πολιτική αλλιώς" του Λεωνίδα Μακρή
Ο Γιάννης Μπουτάρης ήταν μοναδικός. Και τη μοναδικότητά του αυτή την έφερε και στην ενασχόλησή του με την πολιτική.
Το βιβλίο αυτό είναι μια απόπειρα να κατανοηθεί το σπάνιο φαινόμενο ένας άνθρωπος του επιχειρηματικού κόσμου να εξελιχθεί σε μια από τις πιο αναγνωρίσιμες και αντιφατικές πολιτικές προσωπικότητες της Μεταπολίτευσης, και κυρίως το πώς άσκησε «πολιτική αλλιώς», μακριά από κομματικές εξαρτήσεις, με μια ολoδική του πολιτική ηθική. Μια ηθική που διαφέρει από τα μεγάλα λόγια και τις ιδεολογικές βεβαιότητες, που ταυτίζεται με την ηθική του ρεαλισμού και την αποδοχή του συμβιβασμού, όταν είναι ο μόνος δρόμος να αποφευχθεί η δημαγωγία.
Η «πολιτική αλλιώς» που ανέδειξε ο Μπουτάρης είναι μάλλον το μάθημα μιας στάσης ζωής: να έχεις το θάρρος να πεις αυτό που όντως πιστεύεις, να εργάζεσαι για το κοινό καλό χωρίς να λογαριάζεις το προσωπικό κόστος, να εμπιστεύεσαι τη φαντασία και τη δημιουργικότητα.
«Το ξεχωριστό που φέρνει το βιβλίο του Λεωνίδα Μακρή», όπως σημειώνει στον πρόλογό του ο Άρης Δημοκίδης, «είναι ότι δεν μας δίνει μόνο την ιστορία ενός δημάρχου• μας δείχνει την πιθανότητα μιας άλλης πολιτικής στην Ελλάδα. Και αυτή η πιθανότητα είναι πολύτιμη».
"Το απόλυτο και το τάβλι (νέα έκδοση)" του Νίκου Δήμου
Όταν ξεκίνησα να σπουδάσω φιλοσοφία, είχα ένα βασικό κίνητρο: να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου και να θέσω σωστά τα ερωτήματά μου.
Η φιλοσοφία δεν είχε απαντήσεις για τα ερωτήματά μου. Τα προβλήματα που τίθενται στο υπαρξιακό επίπεδο μόνο στο υπαρξιακό επίπεδο μπορούν να λυθούν. Αλλά η μακρινή και επίπονη πορεία δεν ήταν μάταιη. Και ακριβώς τα κέρδη της θέλησα να καταγράψω σε αυτό το δοκίμιο.
Έμαθα κατ’ αρχάς τι δεν μπορώ να ισχυρισθώ ή να αποδείξω. Έμαθα και κάτι άλλο: ότι από αυτά που αποδεικνύονται δεν μπορεί να ζήσει κανένας άνθρωπος.
Ύστερα, έμαθα να σέβομαι το φαινόμενο. Έμαθα να εκτιμώ την αλήθεια και την ποιότητα της άμεσης εμπειρίας. Ο χώρος της τέχνης, της αγάπης, της επικοινωνίας διευρύνθηκαν και πλουτίστηκαν. Και από την αρχή αυτοί ήταν για μένα οι σημαντικότεροι χώροι.
Και εκεί πάλι θα καταλήξω σε μια λέξη: ελευθερία.
Υπάρχει η σκέψη που ελευθερώνει — και η σκέψη που υποδουλώνει.
Η σκεπτική στάση και η επιστημονική μέθοδος σίγουρα ελευθερώνουν. Οι δογματισμοί και οι ιδεολογίες υποδουλώνουν.
Αν βοήθησα μερικούς ανθρώπους να ανοίξουν τη σκέψη τους, να απαλλαγούν από την κηδεμονία (και την ανάγκη) των δογμάτων, να καταλάβουν πως μια ζωή αδογμάτιστη όχι μόνο είναι δυνατή, αλλά και μπορεί να είναι απόλυτα θετική, τότε νιώθω πως κάτι έκανα.
Και πως μπορώ άνετα να παίξω το επόμενο τάβλι μου.
Γνωρίζοντας πως η ζωή είναι κάποιες στιγμές τραγική, κάποιες στιγμές ακατανόητη και κάποιες στιγμές υπέροχα όμορφη.
Σχεδόν είκοσι χρόνια από τον θάνατό του, βλέπω ακόμη τον Ε.Χ. Γονατά να ψάχνει έντρομος στη μεγάλη δερμάτινη τσάντα που πάντα κουβαλούσε, θαρρείς σαν γιατρός, για να βρει το πολύτιμο εργαλείο που θα τον βοηθούσε καλύτερα στην εξερεύνηση του κόσμου: τα γυαλιά του, ένα κολλύριο για τα μάτια, μια φωτοτυπία, ένα απόκομμα εφημερίδας, τα κλειδιά του. Ήταν σαν να προσπαθούσε να θεραπεύσει την αντιφατική και ανησυχητική φύση της πραγματικότητας με ένα ελάχιστο αλλά αναγκαίο «τίποτε», κρυμμένο καλά, μέσα στο μυστικό και ανεξέλεγκτο στριφογύρισμα του χρόνου – ένας γιατρός της ψυχής μας; Ίσως.
Οι κριτικοί της γενιάς του τον είπαν «ονειροποιό», «παραδοξογράφο», «ερημίτη της Κηφισιάς», «αυτοεξόριστο στο εργαστήρι του». Μόνο μετά το 1980 το έργο του άρχισε να γίνεται γνωστό, να συζητιέται, να εμπνέει τους νεότερους, να αποκτά φανατικούς αναγνώστες, να βρίσκει μαθητές, να διασκευάζεται για το θέατρο. Γιατί δεν είναι μυστικό ότι εκείνος ανέδειξε στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό τις αρετές και τη μαγεία της λεγόμενης «μικρής φόρμας», της λογοτεχνικής μινιατούρας. Αυτό το επέτυχε καλλιεργώντας συνειδητά μια πρόζα με ποιητική εμβέλεια. Η πρόζα αυτή, ιδιόμορφη και ανήσυχη, συγγενεύει με το παραδοξογράφημα, τη φανταστική λογοτεχνία, τη «νουβέλα θαυμασίων πράξεων», το «merveilleux» του Μπρετόν, την ονειρική αφήγηση, και έχει προσλάβει τη μορφή της σύντομης και παράξενης ιστορίας.
Tο βιβλίο αυτό άρχισε να γράφεται από παλιότερα. Γεννήθηκε στα χρόνια της φιλίας μου με τον Γονατά, που κράτησε από τη γνωριμία μας το 1980 μέχρι τον θάνατό του. Ένα πρώτο υλικό σχηματίστηκε όταν δίδαξα το έργο του στο πλαίσιο της μεταπολεμικής λογοτεχνίας και των πρωτοποριακών κινημάτων στον Τομέα Φιλολογίας του ΑΠΘ. Η τελική μορφή είναι αποτέλεσμα εντατικής προσπάθειας των τελευταίων χρόνων.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου παρακολουθεί τη ζωή και την πνευματική διαμόρφωση του συγγραφέα μέσα από το έργο και την αλληλογραφία του, τη σχέση με τους δασκάλους του, ιδιαίτερα τον Νίκο Εγγονόπουλο, και με τους φίλους του Γιώργο Κοτζιούλα, Γιώργο Μακρή, Μίλτο Σαχτούρη, Δημήτρη Παπαδίτσα, Νίκο Καχτίτση, Αλέξη Ακριθάκη.
Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει «Σημειώματα», στα οποία επανέρχομαι πιο διεξοδικά στους αγαπημένους του συγγραφείς και φίλους και σε ζητήματα-κλειδιά του έργου του.
Φ. Α.
"Τα χρώματα του κύβου. Σταθμοί της ελληνικής πεζογραφίας 1866-2023" του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Η ελληνική πεζογραφία είναι έτσι κι αλλιώς ένα πολύεδρο, με τις ετερογενείς ιστορικές περιόδους, τα πολυγενή αφηγηματικά είδη, τις πολλαπλές εξακτινώσεις των αφηγηματικών τρόπων, τις πολυώνυμες αφηγηματικές γωνίες και εστιάσεις, τις ποικιλόμορφες θεματικές της κατευθύνσεις. Και τα χρώματα των εδρών του κύβου, όπως στο παιδικό μου παιχνίδι με τον κύβο του μικρού ταχυδακτυλουργού, αντιστοιχούν, μεταφορικά εννοείται, στους χρονικούς και ιστορικούς θύλακες της πεζογραφίας που εγκλείονται στον ιστορικό κύκλο του βιβλίου αυτού.
Στις χρωματιστές έδρες του κύβου θα συναντήσουμε τον Εμμανουήλ Ροΐδη και την Πάπισσα Ιωάννα, τις βεβαρημένες ιδεολογικά ερμηνείες του Παπαδιαμάντη. Θα δούμε τι σημαίνει για τις γυναίκες και για τη θέση τους στην κοινωνία και στη λογοτεχνία η πεζογραφία της Ελισάβετ ΜουτζάνΜαρτινέγκου, τι απηχεί ο σπινθηροβόλος νους του Μιχαήλ Μητσάκη, τι πρόλαβε να αποτυπώσει και ποια Αθήνα ζητούσε να απεικονίσει σε ένα από τα νεανικά δείγματα της μυθιστοριογραφικής του παραγωγής ο Γρηγόριος Ξενόπουλος. Θα προσπαθήσουμε να κοιτάξουμε, χωρίς τα γυαλιά της ηθογραφίας και της λαογραφίας, τα πεζά του Κώστα Κρυστάλλη, το τι αποτυπώνει η διαβρωτική απομυθοποίηση της σάτιρας του Ιωάννη Κονδυλάκη, ο ταξικός προσανατολισμός και ο πολιτικός λόγος του διηγηματογράφου και μυθιστοριογράφου Κωνσταντίνου Θεοτόκη.
Θα συναντήσουμε, ακόμα, τον μοντερνιστή και εκ παραλλήλου παραδοσιοκράτη Φώτη Κόντογλου, τον μοναρχικό αλλά και υπερασπιστή της ανοχής και της ελευθερίας Κωνσταντίνο Τσιτσελίκη και τον μυθιστοριογράφο και διηγηματογράφο Στράτη Μυριβήλη, άλλοτε με τους περιορισμούς και άλλοτε με την τόλμη του, καθώς και τον Καζαντζάκη, τον Παύλο Νιρβάνα, τον Γουλιέλμο Άμποτ, τον Καραγάτση, τη Μέλπω Αξιώτη, τον Γιάννη Μαρή, τον Νίκο Καχτίτση, τον Στρατή Τσίρκα, αλλά και τους συγγραφείς της πρώιμης και της ώριμης μεταπολίτευσης.
Β. Χ.
"Γιάννης Μπουτάρης: Η πολιτική αλλιώς" του Λεωνίδα Μακρή
Ο Γιάννης Μπουτάρης ήταν μοναδικός. Και τη μοναδικότητά του αυτή την έφερε και στην ενασχόλησή του με την πολιτική.
Το βιβλίο αυτό είναι μια απόπειρα να κατανοηθεί το σπάνιο φαινόμενο ένας άνθρωπος του επιχειρηματικού κόσμου να εξελιχθεί σε μια από τις πιο αναγνωρίσιμες και αντιφατικές πολιτικές προσωπικότητες της Μεταπολίτευσης, και κυρίως το πώς άσκησε «πολιτική αλλιώς», μακριά από κομματικές εξαρτήσεις, με μια ολoδική του πολιτική ηθική. Μια ηθική που διαφέρει από τα μεγάλα λόγια και τις ιδεολογικές βεβαιότητες, που ταυτίζεται με την ηθική του ρεαλισμού και την αποδοχή του συμβιβασμού, όταν είναι ο μόνος δρόμος να αποφευχθεί η δημαγωγία.
Η «πολιτική αλλιώς» που ανέδειξε ο Μπουτάρης είναι μάλλον το μάθημα μιας στάσης ζωής: να έχεις το θάρρος να πεις αυτό που όντως πιστεύεις, να εργάζεσαι για το κοινό καλό χωρίς να λογαριάζεις το προσωπικό κόστος, να εμπιστεύεσαι τη φαντασία και τη δημιουργικότητα.
«Το ξεχωριστό που φέρνει το βιβλίο του Λεωνίδα Μακρή», όπως σημειώνει στον πρόλογό του ο Άρης Δημοκίδης, «είναι ότι δεν μας δίνει μόνο την ιστορία ενός δημάρχου• μας δείχνει την πιθανότητα μιας άλλης πολιτικής στην Ελλάδα. Και αυτή η πιθανότητα είναι πολύτιμη».
"Το απόλυτο και το τάβλι (νέα έκδοση)" του Νίκου Δήμου
Όταν ξεκίνησα να σπουδάσω φιλοσοφία, είχα ένα βασικό κίνητρο: να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου και να θέσω σωστά τα ερωτήματά μου.
Η φιλοσοφία δεν είχε απαντήσεις για τα ερωτήματά μου. Τα προβλήματα που τίθενται στο υπαρξιακό επίπεδο μόνο στο υπαρξιακό επίπεδο μπορούν να λυθούν. Αλλά η μακρινή και επίπονη πορεία δεν ήταν μάταιη. Και ακριβώς τα κέρδη της θέλησα να καταγράψω σε αυτό το δοκίμιο.
Έμαθα κατ’ αρχάς τι δεν μπορώ να ισχυρισθώ ή να αποδείξω. Έμαθα και κάτι άλλο: ότι από αυτά που αποδεικνύονται δεν μπορεί να ζήσει κανένας άνθρωπος.
Ύστερα, έμαθα να σέβομαι το φαινόμενο. Έμαθα να εκτιμώ την αλήθεια και την ποιότητα της άμεσης εμπειρίας. Ο χώρος της τέχνης, της αγάπης, της επικοινωνίας διευρύνθηκαν και πλουτίστηκαν. Και από την αρχή αυτοί ήταν για μένα οι σημαντικότεροι χώροι.
Και εκεί πάλι θα καταλήξω σε μια λέξη: ελευθερία.
Υπάρχει η σκέψη που ελευθερώνει — και η σκέψη που υποδουλώνει.
Η σκεπτική στάση και η επιστημονική μέθοδος σίγουρα ελευθερώνουν. Οι δογματισμοί και οι ιδεολογίες υποδουλώνουν.
Αν βοήθησα μερικούς ανθρώπους να ανοίξουν τη σκέψη τους, να απαλλαγούν από την κηδεμονία (και την ανάγκη) των δογμάτων, να καταλάβουν πως μια ζωή αδογμάτιστη όχι μόνο είναι δυνατή, αλλά και μπορεί να είναι απόλυτα θετική, τότε νιώθω πως κάτι έκανα.
Και πως μπορώ άνετα να παίξω το επόμενο τάβλι μου.
Γνωρίζοντας πως η ζωή είναι κάποιες στιγμές τραγική, κάποιες στιγμές ακατανόητη και κάποιες στιγμές υπέροχα όμορφη.






0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου