"Οι ειδήσεις: Οδηγίες χρήσεως" του Alain de Botton

Όπως επεσήµανε ο Χέγκελ, οι κοινωνίες εκσυγχρονίζονται όταν οι ειδήσεις αντικαθιστούν τη θρησκεία ως βασική πηγή καθοδήγησης και ακρογωνιαίος λίθος κύρους. Στις ανεπτυγµένες οικονοµίες, οι ειδήσεις κατέχουν πλέον µία θέση ισχύος τουλάχιστον αντίστοιχη µε εκείνη που παλαιότερα απολάµβαναν τα δόγµατα.
Στο εντυπωσιακό νέο του βιβλίο ο Αλαίν Ντε Μποττόν παίρνει είκοσι πέντε αρχετυπικές ειδήσεις –από τη συντριβή ενός αεροσκάφους µέχρι µια δολοφονία, από τη συνέντευξη µε έναν διάσηµο ως ένα πολιτικό σκάνδαλο– και τις υποβάλλει σε µια ασυνήθιστα λεπτοµερή ανάλυση, εγείροντας ερωτήµατα όπως: πώς γίνεται οι ιστορίες καταστροφής να είναι συχνά τόσο εµψυχωτικές; Τι καθιστά την ερωτική ζωή των διάσηµων τόσο ενδιαφέρουσα; Γιατί απολαµβάνουµε την πτώση των πολιτικών; Για ποιο λόγο οι εξεγέρσεις σε µακρινές χώρες είναι συχνά τόσο… βαρετές;

"Σκούρο γκρι, σχεδόν μαύρο" της Ελένης Γιαννακάκη

«Σιχαίνοµαι τα γερασµένα χέρια. Τα χέρια πιο πολύ από άλλα µέρη του σώµατος. Φυσικά και το πρόσωπο, δε λέω, το δέρµα του προσώπου, του λαιµού κυρίως, ναι, του λαιµού, που έτσι, µε την παραµικρή κίνηση, στρίβει και µαζεύεται σαν να ’χει ξεκολλήσει απ’ το κρέας και τα κόκαλα. Αλλά µε τα χέρια είναι αλλιώς. Γιατί τα χέρια είναι κάτι σαν... πώς να το πω;, σαν... σαν τις κεραίες, σαν γέφυρες είναι που σε φέρνουνε πιο κοντά µε όλα γύρω σου, ανθρώπους και πράγµατα. Να, τα χέρια σ’ αγγίζουνε, σε χαιρετούν, σ’ αγκαλιάζουν, σε χαϊδεύουνε ή και σε δέρνουν. Τα χέρια σού µιλούνε ακόµη κι όταν το στόµα είναι κλειστό».
Ένα µυθιστόρηµα για τα γερατειά σε µια κοινωνία που, εµµονικά προσηλωµένη στη φαντασίωση της αιώνιας νεότητας και της αισθητικής της, αντιµετωπίζει τους γέρους σαν τους καινούριους παρίες.


"Σεργιάνι στο Γκιναρντό" του Juan Marsé

Εκείνη τη µέρα, τον Μάιο του 1945, που η ναζιστική Γερµανία συνθηκολογεί, ένας µεσήλικας αστυνόµος, του οποίου η µνήµη είναι σπαρµένη µε πτώµατα, αποφασίζει να κάνει την κατά πάσα πιθανότητα τελευταία του περιπολία στη Βαρκελώνη. Πρέπει να συνοδεύσει µια ορφανή έφηβη στο νεκροτοµείο ενός νοσοκοµείου για να αναγνωρίσει σε κάποια ανθρώπινα υπολείµµατα τον κακοποιό που τη βίασε δύο χρόνια πριν. Η περιπλάνησή του στους δρόµους της πόλης κατά τη διάρκεια ενός µεταπολεµικού απογεύµατος –πολύ µακριά, σ’ άλλους τόπους, ακούγεται ο επιθανάτιος ρόγχος του Β΄ Παγκοσµίου πολέµου– θα µετατραπεί σε µια βαθµιαία κάθοδο στην καρδιά του σκότους. Οι διαδοχικοί κύκλοι της βασανιστικής πορείας µάς αποκαλύπτουν έναν πληθυσµό χορτασµένο από τη φαυλότητα που, παρά τη ναυτία του, αφήνει να αχνοφανεί η πιθανότητα της µεταµέλειας. Το σεργιάνι του αστυνόµου µέσα στο χάος και την ανηµπόρια, ανακατεµένο µε τις αναµνήσεις που βγαίνουν από τα σκοτεινά υπόγεια της µνήµης του, γίνεται το ταξίδι του ανθρώπου ως τα όρια της αντίστασης της ίδιας του της ύπαρξης απέναντι στη φρίκη.
Μέσα σε µια αφήγηση µικρής έκτασης, µε συµβολικό χαρακτήρα και εκπληκτική ένταση, το Σεργιάνι στο Γκιναρντό ανάγει τη φυσική και ηθική περιγραφή του µεταπολεµικού κόσµου σε µύθο.