Συνοπτική περίληψη του βιβλίου:
Μάρτης του 1902. Σ’ έναν παραποτάμιο οικισμό της Καππαδοκίας, την ώρα που ο καϊκτσής Δημητρός βλέπει τα νερά του ποταμού να βάφονται κόκκινα, γεννιέται η κόρη του, η ασθενική Νιόβη.
Οι συντοπίτες της θα τη χαρακτηρίσουν ισκιερή και θα της χαρίσουν ελευθερίες ανάρμοστες για ένα θηλυκό, πιστεύοντας ότι για λίγο μόνο είναι γραφτό να ζήσει ανάμεσά τους. Μα το κορίτσι τούς διαψεύδει.
Ο καιρός κυλά, έρχονται οι Βαλκανικοί κι ο Μεγάλος Πόλεμος, και οι αρμονικές σχέσεις Ρωμιών και Τούρκων δοκιμάζονται. Η μεγάλη φτώχεια κατατρύχει τον οικισμό και περισσότερο την οικογένεια της Νιόβης. Ώσπου μια μέρα, κι ενώ η Αυτοκρατορία βογκά σαν τον δράκο κάτω απ’ το δόρυ του Αϊ-Γιώργη από την ελληνική κυριαρχία στη Σμύρνη, ένας επιφανής Τούρκος μαγεύεται απ’ τα μαβιά της μάτια και φλέγεται να την αποκτήσει.
Εκείνη έχει δώσει από μικρή την αγάπη της στον ατίθασο Φιλίπ, που ανοίγει την πόρτα σέρτικα, σαν κατακτητής. Μα ο νέος έχει από χρόνια χαθεί κυνηγώντας τα δικά του όνειρα στην Πόλη, στην Οδησσό και σε πεδία μαχών, κι αυτή έχει μόνο ένα μενταγιόν να τη δένει μυστικά μαζί του.
Κι ύστερα έρχεται η Καταστροφή κι η Ανταλλαγή…
Ένα καράβι σαλπάρει χωρίζοντας στα δύο την ψυχή της. Το ένα κομμάτι πίσω, στην παλιά πατρίδα· το άλλο στη νέα, την αρχέγονη, όπου η ζωή καραδοκεί να δοκιμάσει διπλά τις αντοχές της, συνάμα όμως και του Φιλίπ.
Η ζωή των τελευταίων Ελλήνων σε μια μικρή γωνιά της Καππαδοκίας και παράλληλα η ιστορία μιας ακατάλυτης μα αδιέξοδης αγάπης στη σκιά της Μικρασιατικής Καταστροφής και της Ανταλλαγής των πληθυσμών.
Προσωπική άποψη:
Κάθε νέο βιβλίο της Σόφης Θεοδωρίδου αποτελεί μια αναγνωστική πρόκληση, μα κι ένα λογοτεχνικό ταξίδι που σου μένει αλησμόνητο. Όταν πήρα στα χέρια μου, λοιπόν, το δικό της "Πορφυρό Ποτάμι", μου είπαν πως το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ό,τι καλύτερο έχει γράψει μέχρι σήμερα η συγγραφέας. Και πραγματικά, διαβάζοντάς το, και όσο η ανάγνωση προχωρούσε, διαπίστωσα και εγώ η ίδια πως πράγματι, έτσι έχουν τα πράγματα. Και δεδομένου ότι μιλάμε για μία συγγραφέα όπως είναι η Σόφη, που κάθε νέο της έργο έχει να προσφέρει κάτι το διαφορετικό, κάτι ξεχωριστό, αυτό είναι άθλος, γιατί κάθε φορά καταφέρνει να ξεπεράσει τον ίδιο της τον εαυτό, κάτι που αποτελεί το μεγαλύτερο στοίχημα, μα και το μεγαλύτερο επίτευγμα, που μπορεί να πετύχει ένας δημιουργός.
Η ιστορία μας ξεκινάει τον Μάρτη 1902, σ’ έναν παραποτάμιο οικισμό της Καππαδοκίας, όπου γεννιέται η κόρη του καϊκτσή Δημητρού, η Νιόβη, ένα πλάσμα ασθενικό που κανείς δεν πιστεύει πως θα κρατηθεί στη ζωή, αφού η σκιά του θανάτου πλανάται πάνω από το κεφάλι της. Και όμως, τα χρόνια περνούν, και κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, και παρά την αδυναμία της σάρκας της, η Νιόβη τα καταφέρνει, και χάρη στην αγάπη της απέναντι στην ίδια τη ζωή, παλεύει συνεχώς με τη φύση της, και ίσως με το ίδιο της το πεπρωμένο, εκείνο που έβαψε κόκκινα τα νερά του ποταμού πλάι στο σπίτι της όταν ήρθε στον κόσμο. Ο καιρός κυλά και η Νιόβη, όπως και η ζωή όλων των Ελλήνων που ζουν στην Καππαδοκία, ταράσσεται και δέχεται πλήγματα από τους Βαλκανικούς Πολέμους, μα και απ’ τον Μεγάλο Πόλεμο, που έρχονται σκληροί και αδυσώπητοι για να δοκιμάσουν τις σχέσεις ανάμεσα στους Ρωμιούς και στους Τούρκους. Μέχρι που έρχεται η Μεγάλη Καταστροφή της Σμύρνης και η Ανταλλαγή που θα διαταράξουν τις ισορροπίες για ακόμα μία φορά, ακόμα πιο δυνατά και ηχηρά. Και όλα αυτά τα χρόνια, άσχετα με το που η ίδια βρισκόταν ή τι έκανε, η καρδιά της Νιόβης χτυπούσε σιωπηλά για τον Φιλίπ, τον παιδικό της έρωτα, που μέσα στο πέρασμα των χρόνων και των συμφορών, χάθηκε κυνηγώντας τα όνειρά του στην Πόλη, στην Οδησσό, μα και στα αιματοβαμμένα πεδία των μαχών.
Με τρόπο γλαφυρό και άκρως παραστατικό, η Σόφη Θεοδωρίδου περιγράφει τη ζωή των τελευταίων Ελλήνων σε μια γωνιά των βαθών της Μικράς Ασίας. Ντοπιολαλιές, ιδιωματισμοί, απεικόνιση της καθημερινής ζωής και των συνηθειών Ελλήνων και Τούρκων, η αναπαράσταση ηθών και εθίμων της εποχής, βασισμένα όλα στην ιδιοσυγκρασία του κάθε λαού, δημιουργούν ένα πολυπολιτισμικό χαλί πάνω στο οποίο οι ήρωές μας πορεύονται, με τις σωστές και τις λάθος επιλογές τους, άλλοτε με τις προσωπικές τους αποφάσεις να καθορίζουν το μέλλον, και άλλοτε με τη μοίρα να τους καλεί ν’ ακολουθήσουν μονοπάτια αδιάβατα που τους γεμίζουν πληγές, μα που δεν μπορούν ν’ αποφύγουν. Η αφήγηση ενός οδοιπορικού γεμάτο κακουχίες, δυσκολίες, μα και μιας αδιέξοδης αγάπης, που ακολουθούν το μονοπάτι εκείνο που τις οδήγησε μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή και τον Μεγάλο Διωγμό, μας ταξιδεύει σε εποχές αλλοτινές και δεν είναι λίγες οι φορές που κάνει την καρδιά μας να ματώνει και τα μάτια μας να δακρύζουν. Προσωπικά, αναγκάστηκα αρκετές φορές να σταματήσω την ανάγνωση, για να δώσω στην καρδιά μου τον απαραίτητο χρόνο να μαζέψει τα κομμάτια της, μα και στα μάτια μου, προκειμένου να στεγνώσουν και να μην θολώνουν.
Θα μπορούσα να σταθώ για πολλή ώρα, ακόμα και να υπεραναλύσω την ιστορική βάση πάνω στην οποία έχει χτιστεί και δομηθεί η αφήγηση της ιστορίας της Νιόβης, όμως νομίζω πως κάτι τέτοιο θα ήταν περιττό. Ακόμα κι αν κάποιος δεν γνωρίζει πολύ καλά τα δρώμενα και τα χρονικά της Ιστορίας του τόπου μας, διαβάζοντας το «Πορφυρό ποτάμι», έχει την ευκαιρία ν’ ανακαλύψει ματωμένες αλήθειες που σημάδεψαν τις μοίρες των προγόνων μας, ίσως και να ανακαλύψει πράγματα και δεδομένα πρωτόγνωρα σ’ εκείνον. Μα πάνω απ’ όλα, θα μπορέσει ν’ αντιληφθεί το μέγεθος της έρευνας που έχει πραγματοποιήσει η κυρία Θεοδωρίδου, προκειμένου να γράψει τη δική της ιστορία. Δεν εκμεταλλεύεται απλά μια ιστορική εποχή, αλλά ακολουθεί παράλληλη πορεία με τους ήρωές της, στα χνάρια της. Κάθε γεγονός που γράφτηκε με αίμα, δάκρυα και αγώνες, στη σελίδα της Ιστορίας μας, αποτελεί εφαλτήριο για την ζωή, τις αποφάσεις και τις πράξεις των δικών της ηρώων, που πορεύονται παράλληλα με όλα όσα συμβαίνουν στον τόπο τους, στον ελληνισμό, στις οικογένειές τους και κατ’ επέκταση, στους ίδιους, που ορισμένες στιγμές, δεν έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν αυτό που προστάζει η καρδιά τους, μα αυτό που επιβάλλουν οι καταστάσεις.
Συνδυαστικά με όλα τα προαναφερόμενα, νομίζω πως θα έπρεπε να σταθούμε λίγο στο πόσο «σύγχρονο» αποδεικνύεται τελικά πως είναι, ένα μυθιστόρημα το οποίο αφηγείται μία ιστορία ενός και πλέον αιώνα πίσω. Ζούμε στην εποχή της υποτιθέμενης ελευθερίας και ισότητας των λαών, όμως αυτό αποδεικνύεται, καθημερινά, πως δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία φούσκα. Πόλεμοι, προσφυγιά, διωγμοί, ξενιτεμός, κακουχίες, βάσανα, αρρώστιες, θάνατοι, βία, αίμα, αθώες ζωές που βασανίζονται και υποφέρουν στο βωμό των συμφερόντων άλλων, αναζητώντας την ταυτότητά τους μα και τη θέση τους στον κόσμο. Αυτό γινόταν κάποτε, αυτό επαναλαμβάνεται σήμερα και, δυστυχώς, αυτό θα συνεχίσει να γίνεται σε βάθος χρόνων αν δεν αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι. Και το «Πορφυρό ποτάμι», ακριβώς γι’ αυτό μιλάει, μέσα από αλληγορίες, συμβολισμούς, αλλά και ρεαλιστικές, πολλές φορές, σκληρές αφηγήσεις και εξιστορήσεις γεγονότων, καταστάσεων, μα και μέσω της αποκρυπτογράφησης συμπεριφορών και ανάλυσης των ψυχογραφημάτων των εκάστοτε ηρώων της. Είναι εμφανής η αγάπη της συγγραφέως για τους Έλληνες, μα είναι εξίσου εμφανής η αγάπη της για τον άνθρωπο και ο σεβασμός της απέναντι στην ίδια τη ζωή, στοιχεία που όλοι μας θα έπρεπε να καλλιεργήσουμε, παράλληλα με την πίστη στον ίδιο μας τον εαυτό, πως μπορεί να ξεπεράσει και να πετύχει τα πάντα. Όπως είναι εμφανής και η αγάπη της απέναντι στη γυναίκα και στο τι αυτή συμβολίζει.
Και σ’ αυτό το σημείο, θα περάσω στη Νιόβη, που αν και ασθενική, είναι ένα πλάσμα γοητευτικό και άερινο, μια ηρωίδα που δεν γίνεται να μην αγαπήσεις, ίσως επειδή εκείνη έχει τόση αγάπη στην καρδιά της, αγάπη που δεν διστάζει να εξωτερικεύσει, που περισσεύει για να δώσει λίγη ακόμα και σε μας. Η Νιόβη είναι η ηρωίδα εκείνη που φαινομενικά δεν κάνει κάποιο μεγάλο άθλο και όμως, στην πραγματικότητα, κάνει τον μεγαλύτερο απ’ όλους. Αγαπάει τους ανθρώπους, αγαπάει τη ζωή, παλεύει για να κρατηθεί σ’ αυτήν, με νύχια και με δόντια, και καταφέρνει να βγει νικήτρια ακόμα και όταν η καρδιά της συνθλίβεται σε χίλια κομμάτια και τίποτα δεν μαρτυρά πως θα μπορέσει να τα ενώσει ξανά. Και όμως, εκείνη τα καταφέρνει, κάθε φορά, με συντροφιά τη θύμηση όλων εκείνων που την κρατάνε στη ζωή, κόντρα στις επιθυμίες του θανάτου που στέκει ακοίμητος φρουρός πάνω από την κεφαλή της, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να την πάρει κοντά του.
Και εκεί, στην καρδιά των πολέμων και της δυστυχίας, είναι που γεννιέται και ανθίζει ένας έρωτας από εκείνους που διαβάζοντας γι’ αυτούς σε κάνουν να τους ζηλεύεις. Ένας έρωτας αθώος και άδολος, ειλικρινής και γεμάτος τρυφερότητα, ο έρωτας της Νιόβης και του Φιλίπ, που ακόμα κι αν η ζωή τους χωρίζει και τους απομακρύνει συνεχώς, δεν παύει να υπάρχει. Σιγοκαίει στα βάθη της ψυχής τους και τους δίνει δύναμη, κουράγιο, θέληση, ακόμα και στις χειρότερες στιγμές τους. Γιατί ο έρωτας, δεν είναι απαραίτητο να πραγματωθεί για να είναι ισχυρός, αρκεί αυτός να υπάρχει, να τρέφεται από το είναι μας και την αγάπη που φωλιάζει στις καρδιές μας. Κι ένας τέτοιος έρωτας είναι αυτός, από εκείνους που σε κάνουν να σπαράζεις και να τον ζηλεύεις, ελπίζοντας πως ο καθένας από εμάς θα έχει την τύχη, και την ευτυχία, να τον συναντήσει έστω και μια φορά στη ζωή του, όπως αυτός κι αν καταλήξει.
Δεν θα πω άλλα, σχετικά με το βιβλίο, καθώς δεν θέλω να σας κουράσω περισσότερο, όμως θα ήθελα να κάνω δύο τελευταίες παρατηρήσεις. Η πρώτη έχει να κάνει με ότι σε μία εποχή που όλοι λειτουργούν με γνώμονα το φαίνεσθαι, προσπαθώντας μάταια να δημιουργήσουν ηθικοπλαστικές εικόνες του εαυτού τους, η κυρία Θεοδωρίδου δεν χρειάζεται καν να προσπαθήσει. Το ήθος της είναι αδιαμφισβήτητο και αξιοθαύμαστο. Η δεύτερη έχει να κάνει με την συγγραφική της ιδιότητα, μα και με την ποιότητα που την χαρακτηρίζει. Γιατί η κυρία Θεοδωρίδου δεν είναι απλά μια σύγχρονη Ελληνίδα μυθιστοριογράφος, αλλά μια συγγραφέας με όλη τη σημασία της λέξης, με την πένα της να θυμίζει κάτι από τους κλασσικούς εκείνους συγγραφείς που σημάδεψαν τα νιάτα και τις μνήμες μας, και που μας έκαναν ν’ αγαπήσουμε την λογοτεχνία για την αλήθεια, την αφηγηματική δεινότητα και τα συναισθήματα που αυτή γεννούσε μέσα μας. Και κάθε φορά που διαβάζω ένα νέο της πόνημα, θα νιώθω αυτή τη γλυκιά προσμονή, γιατί οι ιστορίες της μπορεί να μην οδηγούν πάντοτε σε μονοπάτια ρόδινα, μα σε εκείνα που μιλάνε για τις αλήθειες της ζωής που είναι τόσο πραγματικές, μα και τόσο διδακτικές συνάμα.
Βαθμολογία 10/10
Ταυτότητα βιβλίου:
Μάρτης του 1902. Σ’ έναν παραποτάμιο οικισμό της Καππαδοκίας, την ώρα που ο καϊκτσής Δημητρός βλέπει τα νερά του ποταμού να βάφονται κόκκινα, γεννιέται η κόρη του, η ασθενική Νιόβη.
Οι συντοπίτες της θα τη χαρακτηρίσουν ισκιερή και θα της χαρίσουν ελευθερίες ανάρμοστες για ένα θηλυκό, πιστεύοντας ότι για λίγο μόνο είναι γραφτό να ζήσει ανάμεσά τους. Μα το κορίτσι τούς διαψεύδει.
Ο καιρός κυλά, έρχονται οι Βαλκανικοί κι ο Μεγάλος Πόλεμος, και οι αρμονικές σχέσεις Ρωμιών και Τούρκων δοκιμάζονται. Η μεγάλη φτώχεια κατατρύχει τον οικισμό και περισσότερο την οικογένεια της Νιόβης. Ώσπου μια μέρα, κι ενώ η Αυτοκρατορία βογκά σαν τον δράκο κάτω απ’ το δόρυ του Αϊ-Γιώργη από την ελληνική κυριαρχία στη Σμύρνη, ένας επιφανής Τούρκος μαγεύεται απ’ τα μαβιά της μάτια και φλέγεται να την αποκτήσει.
Εκείνη έχει δώσει από μικρή την αγάπη της στον ατίθασο Φιλίπ, που ανοίγει την πόρτα σέρτικα, σαν κατακτητής. Μα ο νέος έχει από χρόνια χαθεί κυνηγώντας τα δικά του όνειρα στην Πόλη, στην Οδησσό και σε πεδία μαχών, κι αυτή έχει μόνο ένα μενταγιόν να τη δένει μυστικά μαζί του.
Κι ύστερα έρχεται η Καταστροφή κι η Ανταλλαγή…
Ένα καράβι σαλπάρει χωρίζοντας στα δύο την ψυχή της. Το ένα κομμάτι πίσω, στην παλιά πατρίδα· το άλλο στη νέα, την αρχέγονη, όπου η ζωή καραδοκεί να δοκιμάσει διπλά τις αντοχές της, συνάμα όμως και του Φιλίπ.
Η ζωή των τελευταίων Ελλήνων σε μια μικρή γωνιά της Καππαδοκίας και παράλληλα η ιστορία μιας ακατάλυτης μα αδιέξοδης αγάπης στη σκιά της Μικρασιατικής Καταστροφής και της Ανταλλαγής των πληθυσμών.
Προσωπική άποψη:
Κάθε νέο βιβλίο της Σόφης Θεοδωρίδου αποτελεί μια αναγνωστική πρόκληση, μα κι ένα λογοτεχνικό ταξίδι που σου μένει αλησμόνητο. Όταν πήρα στα χέρια μου, λοιπόν, το δικό της "Πορφυρό Ποτάμι", μου είπαν πως το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ό,τι καλύτερο έχει γράψει μέχρι σήμερα η συγγραφέας. Και πραγματικά, διαβάζοντάς το, και όσο η ανάγνωση προχωρούσε, διαπίστωσα και εγώ η ίδια πως πράγματι, έτσι έχουν τα πράγματα. Και δεδομένου ότι μιλάμε για μία συγγραφέα όπως είναι η Σόφη, που κάθε νέο της έργο έχει να προσφέρει κάτι το διαφορετικό, κάτι ξεχωριστό, αυτό είναι άθλος, γιατί κάθε φορά καταφέρνει να ξεπεράσει τον ίδιο της τον εαυτό, κάτι που αποτελεί το μεγαλύτερο στοίχημα, μα και το μεγαλύτερο επίτευγμα, που μπορεί να πετύχει ένας δημιουργός.
Η ιστορία μας ξεκινάει τον Μάρτη 1902, σ’ έναν παραποτάμιο οικισμό της Καππαδοκίας, όπου γεννιέται η κόρη του καϊκτσή Δημητρού, η Νιόβη, ένα πλάσμα ασθενικό που κανείς δεν πιστεύει πως θα κρατηθεί στη ζωή, αφού η σκιά του θανάτου πλανάται πάνω από το κεφάλι της. Και όμως, τα χρόνια περνούν, και κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, και παρά την αδυναμία της σάρκας της, η Νιόβη τα καταφέρνει, και χάρη στην αγάπη της απέναντι στην ίδια τη ζωή, παλεύει συνεχώς με τη φύση της, και ίσως με το ίδιο της το πεπρωμένο, εκείνο που έβαψε κόκκινα τα νερά του ποταμού πλάι στο σπίτι της όταν ήρθε στον κόσμο. Ο καιρός κυλά και η Νιόβη, όπως και η ζωή όλων των Ελλήνων που ζουν στην Καππαδοκία, ταράσσεται και δέχεται πλήγματα από τους Βαλκανικούς Πολέμους, μα και απ’ τον Μεγάλο Πόλεμο, που έρχονται σκληροί και αδυσώπητοι για να δοκιμάσουν τις σχέσεις ανάμεσα στους Ρωμιούς και στους Τούρκους. Μέχρι που έρχεται η Μεγάλη Καταστροφή της Σμύρνης και η Ανταλλαγή που θα διαταράξουν τις ισορροπίες για ακόμα μία φορά, ακόμα πιο δυνατά και ηχηρά. Και όλα αυτά τα χρόνια, άσχετα με το που η ίδια βρισκόταν ή τι έκανε, η καρδιά της Νιόβης χτυπούσε σιωπηλά για τον Φιλίπ, τον παιδικό της έρωτα, που μέσα στο πέρασμα των χρόνων και των συμφορών, χάθηκε κυνηγώντας τα όνειρά του στην Πόλη, στην Οδησσό, μα και στα αιματοβαμμένα πεδία των μαχών.
Με τρόπο γλαφυρό και άκρως παραστατικό, η Σόφη Θεοδωρίδου περιγράφει τη ζωή των τελευταίων Ελλήνων σε μια γωνιά των βαθών της Μικράς Ασίας. Ντοπιολαλιές, ιδιωματισμοί, απεικόνιση της καθημερινής ζωής και των συνηθειών Ελλήνων και Τούρκων, η αναπαράσταση ηθών και εθίμων της εποχής, βασισμένα όλα στην ιδιοσυγκρασία του κάθε λαού, δημιουργούν ένα πολυπολιτισμικό χαλί πάνω στο οποίο οι ήρωές μας πορεύονται, με τις σωστές και τις λάθος επιλογές τους, άλλοτε με τις προσωπικές τους αποφάσεις να καθορίζουν το μέλλον, και άλλοτε με τη μοίρα να τους καλεί ν’ ακολουθήσουν μονοπάτια αδιάβατα που τους γεμίζουν πληγές, μα που δεν μπορούν ν’ αποφύγουν. Η αφήγηση ενός οδοιπορικού γεμάτο κακουχίες, δυσκολίες, μα και μιας αδιέξοδης αγάπης, που ακολουθούν το μονοπάτι εκείνο που τις οδήγησε μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή και τον Μεγάλο Διωγμό, μας ταξιδεύει σε εποχές αλλοτινές και δεν είναι λίγες οι φορές που κάνει την καρδιά μας να ματώνει και τα μάτια μας να δακρύζουν. Προσωπικά, αναγκάστηκα αρκετές φορές να σταματήσω την ανάγνωση, για να δώσω στην καρδιά μου τον απαραίτητο χρόνο να μαζέψει τα κομμάτια της, μα και στα μάτια μου, προκειμένου να στεγνώσουν και να μην θολώνουν.
Θα μπορούσα να σταθώ για πολλή ώρα, ακόμα και να υπεραναλύσω την ιστορική βάση πάνω στην οποία έχει χτιστεί και δομηθεί η αφήγηση της ιστορίας της Νιόβης, όμως νομίζω πως κάτι τέτοιο θα ήταν περιττό. Ακόμα κι αν κάποιος δεν γνωρίζει πολύ καλά τα δρώμενα και τα χρονικά της Ιστορίας του τόπου μας, διαβάζοντας το «Πορφυρό ποτάμι», έχει την ευκαιρία ν’ ανακαλύψει ματωμένες αλήθειες που σημάδεψαν τις μοίρες των προγόνων μας, ίσως και να ανακαλύψει πράγματα και δεδομένα πρωτόγνωρα σ’ εκείνον. Μα πάνω απ’ όλα, θα μπορέσει ν’ αντιληφθεί το μέγεθος της έρευνας που έχει πραγματοποιήσει η κυρία Θεοδωρίδου, προκειμένου να γράψει τη δική της ιστορία. Δεν εκμεταλλεύεται απλά μια ιστορική εποχή, αλλά ακολουθεί παράλληλη πορεία με τους ήρωές της, στα χνάρια της. Κάθε γεγονός που γράφτηκε με αίμα, δάκρυα και αγώνες, στη σελίδα της Ιστορίας μας, αποτελεί εφαλτήριο για την ζωή, τις αποφάσεις και τις πράξεις των δικών της ηρώων, που πορεύονται παράλληλα με όλα όσα συμβαίνουν στον τόπο τους, στον ελληνισμό, στις οικογένειές τους και κατ’ επέκταση, στους ίδιους, που ορισμένες στιγμές, δεν έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν αυτό που προστάζει η καρδιά τους, μα αυτό που επιβάλλουν οι καταστάσεις.
Συνδυαστικά με όλα τα προαναφερόμενα, νομίζω πως θα έπρεπε να σταθούμε λίγο στο πόσο «σύγχρονο» αποδεικνύεται τελικά πως είναι, ένα μυθιστόρημα το οποίο αφηγείται μία ιστορία ενός και πλέον αιώνα πίσω. Ζούμε στην εποχή της υποτιθέμενης ελευθερίας και ισότητας των λαών, όμως αυτό αποδεικνύεται, καθημερινά, πως δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία φούσκα. Πόλεμοι, προσφυγιά, διωγμοί, ξενιτεμός, κακουχίες, βάσανα, αρρώστιες, θάνατοι, βία, αίμα, αθώες ζωές που βασανίζονται και υποφέρουν στο βωμό των συμφερόντων άλλων, αναζητώντας την ταυτότητά τους μα και τη θέση τους στον κόσμο. Αυτό γινόταν κάποτε, αυτό επαναλαμβάνεται σήμερα και, δυστυχώς, αυτό θα συνεχίσει να γίνεται σε βάθος χρόνων αν δεν αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι. Και το «Πορφυρό ποτάμι», ακριβώς γι’ αυτό μιλάει, μέσα από αλληγορίες, συμβολισμούς, αλλά και ρεαλιστικές, πολλές φορές, σκληρές αφηγήσεις και εξιστορήσεις γεγονότων, καταστάσεων, μα και μέσω της αποκρυπτογράφησης συμπεριφορών και ανάλυσης των ψυχογραφημάτων των εκάστοτε ηρώων της. Είναι εμφανής η αγάπη της συγγραφέως για τους Έλληνες, μα είναι εξίσου εμφανής η αγάπη της για τον άνθρωπο και ο σεβασμός της απέναντι στην ίδια τη ζωή, στοιχεία που όλοι μας θα έπρεπε να καλλιεργήσουμε, παράλληλα με την πίστη στον ίδιο μας τον εαυτό, πως μπορεί να ξεπεράσει και να πετύχει τα πάντα. Όπως είναι εμφανής και η αγάπη της απέναντι στη γυναίκα και στο τι αυτή συμβολίζει.
Και σ’ αυτό το σημείο, θα περάσω στη Νιόβη, που αν και ασθενική, είναι ένα πλάσμα γοητευτικό και άερινο, μια ηρωίδα που δεν γίνεται να μην αγαπήσεις, ίσως επειδή εκείνη έχει τόση αγάπη στην καρδιά της, αγάπη που δεν διστάζει να εξωτερικεύσει, που περισσεύει για να δώσει λίγη ακόμα και σε μας. Η Νιόβη είναι η ηρωίδα εκείνη που φαινομενικά δεν κάνει κάποιο μεγάλο άθλο και όμως, στην πραγματικότητα, κάνει τον μεγαλύτερο απ’ όλους. Αγαπάει τους ανθρώπους, αγαπάει τη ζωή, παλεύει για να κρατηθεί σ’ αυτήν, με νύχια και με δόντια, και καταφέρνει να βγει νικήτρια ακόμα και όταν η καρδιά της συνθλίβεται σε χίλια κομμάτια και τίποτα δεν μαρτυρά πως θα μπορέσει να τα ενώσει ξανά. Και όμως, εκείνη τα καταφέρνει, κάθε φορά, με συντροφιά τη θύμηση όλων εκείνων που την κρατάνε στη ζωή, κόντρα στις επιθυμίες του θανάτου που στέκει ακοίμητος φρουρός πάνω από την κεφαλή της, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να την πάρει κοντά του.
Και εκεί, στην καρδιά των πολέμων και της δυστυχίας, είναι που γεννιέται και ανθίζει ένας έρωτας από εκείνους που διαβάζοντας γι’ αυτούς σε κάνουν να τους ζηλεύεις. Ένας έρωτας αθώος και άδολος, ειλικρινής και γεμάτος τρυφερότητα, ο έρωτας της Νιόβης και του Φιλίπ, που ακόμα κι αν η ζωή τους χωρίζει και τους απομακρύνει συνεχώς, δεν παύει να υπάρχει. Σιγοκαίει στα βάθη της ψυχής τους και τους δίνει δύναμη, κουράγιο, θέληση, ακόμα και στις χειρότερες στιγμές τους. Γιατί ο έρωτας, δεν είναι απαραίτητο να πραγματωθεί για να είναι ισχυρός, αρκεί αυτός να υπάρχει, να τρέφεται από το είναι μας και την αγάπη που φωλιάζει στις καρδιές μας. Κι ένας τέτοιος έρωτας είναι αυτός, από εκείνους που σε κάνουν να σπαράζεις και να τον ζηλεύεις, ελπίζοντας πως ο καθένας από εμάς θα έχει την τύχη, και την ευτυχία, να τον συναντήσει έστω και μια φορά στη ζωή του, όπως αυτός κι αν καταλήξει.
Δεν θα πω άλλα, σχετικά με το βιβλίο, καθώς δεν θέλω να σας κουράσω περισσότερο, όμως θα ήθελα να κάνω δύο τελευταίες παρατηρήσεις. Η πρώτη έχει να κάνει με ότι σε μία εποχή που όλοι λειτουργούν με γνώμονα το φαίνεσθαι, προσπαθώντας μάταια να δημιουργήσουν ηθικοπλαστικές εικόνες του εαυτού τους, η κυρία Θεοδωρίδου δεν χρειάζεται καν να προσπαθήσει. Το ήθος της είναι αδιαμφισβήτητο και αξιοθαύμαστο. Η δεύτερη έχει να κάνει με την συγγραφική της ιδιότητα, μα και με την ποιότητα που την χαρακτηρίζει. Γιατί η κυρία Θεοδωρίδου δεν είναι απλά μια σύγχρονη Ελληνίδα μυθιστοριογράφος, αλλά μια συγγραφέας με όλη τη σημασία της λέξης, με την πένα της να θυμίζει κάτι από τους κλασσικούς εκείνους συγγραφείς που σημάδεψαν τα νιάτα και τις μνήμες μας, και που μας έκαναν ν’ αγαπήσουμε την λογοτεχνία για την αλήθεια, την αφηγηματική δεινότητα και τα συναισθήματα που αυτή γεννούσε μέσα μας. Και κάθε φορά που διαβάζω ένα νέο της πόνημα, θα νιώθω αυτή τη γλυκιά προσμονή, γιατί οι ιστορίες της μπορεί να μην οδηγούν πάντοτε σε μονοπάτια ρόδινα, μα σε εκείνα που μιλάνε για τις αλήθειες της ζωής που είναι τόσο πραγματικές, μα και τόσο διδακτικές συνάμα.
Βαθμολογία 10/10
Ταυτότητα βιβλίου:
Συγγραφέας: Θεοδωρίδου Σόφη
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Κατηγορία: Ελληνική Λογοτεχνία
Έτος Έκδοσης: 2017
Αρ. σελίδων: 568
ISBN: 978-618-01-1899-5
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου