"Η λίμπιντο των αγγέλων" του Νίκου Μάντζιου

“Και μ’ αυτό που γράφεις συνέχεια, ότι δηλαδή και οι άγγελοι έχουν ορμές, τι θέλεις να πεις;”. Σταύρωσε τα χέρια και κάθισε με τον έναν γοφό στην άκρη του γραφείου, μπροστά μου, τυπικό ενός ανακριτή. Δεν έριξε ακόμα ούτε χαστούκι, ούτε το φως της λάμπας στο πρόσωπό μου.
“Την αλήθεια λέω”. Το είπα με κοφτερή γλώσσα, κοφτά, να κόψω κάθε αμφισβήτηση. Δεν έλεγα ψέματα, όντως έλεγα την αλήθεια, κι ας είναι αυτή η κλασσική δήλωση κάθε ανακρινόμενου πριν αρχίσουν τα πράγματα να ζορίζουν.
“Μα εσύ, όπως σε βλέπω έτσι, τι σχέση μπορεί να έχεις με τις ορμές;”. Έβγαλε ένα στριφτό τσιγάρο από το τσεπάκι του σακακιού και το μύρισε ηδονιστικά. Εγώ έβγαλα έναν αναστεναγμό παραίτησης (πάντα τον έχω πρόχειρο), του τύπου, οκέι, ας το πάμε πάλι το θεματάκι απ’ την αρχή. Καθίστε λοιπόν και βάλτε τα κινητά στο αθόρυβο.
“Αστυνόμε, άναψε το ρημαδοτσίγαρο, δώσ’ μου κι εμένα ένα. Κέρασε κι ένα ποτήρι απ’ αυτό που έχεις κρυμμένο στο συρτάρι σου. Σήμερα είναι η τυχερή σου μέρα. Θ’ ακούσεις από πρώτο χέρι την πονεμένη ιστορία ενός αγγέλου που κουβαλούσε στο κορμί του έναν διάβολο αλλά κανένας δεν τον έβλεπε”.