Η Καίτη Δροσίνη γεννήθηκε στην Κορώνη Μεσσηνίας. Από μικρή ηλικία έγραφε φανταστικές ιστορίες. Σπούδασε λογιστική, την οποία όμως δεν άσκησε ποτέ. Η ζωή της μοιράζεται ανάμεσα στη συγγραφή και τη ζωγραφική. Το 2015 εκδόθηκε το πρώτο της βιβλίο "Ήταν", το οποίο επανεκδόθηκε σε βελτιωμένη έκδοση με τίτλο "Το μυστικό της ταμπακιέρας", από τις εκδόσεις Ελκυστής, οι οποίες φιλοξένησαν και τα επόμενα λογοτεχνικά της έργα. Σήμερα, λοιπόν, φιλοξενούμενη στο site μας, μας μιλάει για το μυθιστόρημά της "Ο μανδραγόρας" και την ευχαριστούμε πολύ για τον χρόνο που μας αφιέρωσε.
Ο “Μανδραγόρας” είναι ένα φυτό που στη λαϊκή παράδοση συνδέεται με τη γέννηση, τον θάνατο και τη μαγεία. Πώς αξιοποιείτε αυτόν τον συμβολισμό στο έργο σας; Αντιπροσωπεύει τελικά την αναγέννηση, την παρακμή ή κάτι πιο ανθρώπινο;
Στην ιστορία μου συνδέεται με τη γέννηση ενός μεγάλου έρωτα, ενός υπέρτατου συναισθήματος που κατα βάθος τυφλώνει, δηλητηριάζει και τελικά εγκαταλείπει. Η μυθοπλασία ερμηνεύει κατα τόπους τα αληθινά μας συναισθήματα. Ερωτευόμαστε, αφοσιωνόμαστε και απογοητευόμαστε, σαν να πρόκειται για έναν κανόνα που λίγο πολύ, όλοι μας ακολουθούμε. Ο δυνατός έρωτας πολλές φορές μοιάζει με μαγεία, με άπιαστο όνειρο, με ατμοσφαιρικές και ουράνιες καταστάσεις που μοιάζουν πρωτόγνωρες. Το τέλος ενός μεγάλου έρωτα μοιάζει με έναν μικρό θάνατο.
Στο έργο σας διαφαίνεται μια ένταση ανάμεσα στη λογική και το ένστικτο, στο ρεαλιστικό και το μυστηριακό. Πώς προσεγγίζετε αυτή τη δυαδικότητα στη συγγραφή;
Στο συγκεκριμένο έργο η δυαδικότητα του ήρωα μας είναι και η ουσία του. Εμφανίζεται σαφώς ως ένα υπαρκτό όν, προκειμένου να σαγηνεύσει και να κατακτήσει αλλά στην πραγματικότητα υπερισχύει το πνεύμα του. Η δίψα του για την απόκτηση μιας νεανικής ψυχής. Ο ήρωας είναι μυστηριώδης και απρόβλεπτος και προσπαθεί να εξισορροπήσει ανάμεσα στην λογική και το ένστικτο, με το δεύτερο να υπερέχει. Στη συγγραφή δεν υπάρχουν κανόνες, θεωρώ πως όλα τα στοιχεία μπορούν να συνθέσουν μια ιστορία, είτε είναι ερωτική είτε βαδίζει στα καθημερινά πλαίσια της κοινωνίας μας. Ρεαλισμός και μυστικισμός μπορούν να συνυπάρξουν.
Οι ήρωες του Μανδραγόρα φαίνεται να κουβαλούν ένα είδος “εσωτερικού δηλητηρίου” — φόβους, επιθυμίες, ενοχές. Πόσο κοντά είναι αυτοί οι ψυχικοί μηχανισμοί στον τρόπο που αντιλαμβάνεστε τον σύγχρονο άνθρωπο;
Ποιος άνθρωπος σήμερα δεν καταλαμβάνεται από φοβίες; εργαζόμαστε και πασχίζουμε καθημερινά με την ελπίδα κάποτε να αποκτήσουμε έστω και τις μισές μας επιθυμίες. Όσον αφορά τις ενοχές μας, έχουν να κάνουν καθαρά με τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε και με αυτόν που μας ανταποδίδουν. Είναι μια μεγάλη αλυσίδα πράξεων και συναισθημάτων, που πολλές φορές, ταυτιζόμαστε με κάποιο κείμενο που διαβάζουμε και μένουμε έκπληκτοι. Γιατί λοιπόν να μην καταγράφονται παρόμοιοι μηχανισμοί και στα βιβλία; για ποιο λόγο να εμφανίζουμε άπταιστους ήρωες και εντυπωσιακές εικόνες, οι οποίες ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα; εξάλλου η μυθοπλασία δεν έχει όρια και τα βιβλία χωρίζονται σε κατηγορίες, επομένως ό,τι επιζητά ο αναγνώστης θα πρέπει να το βρίσκει. Ο Μανδραγόρας για παράδειγμα είναι μυθικό πλάσμα και δεν πρόκειται να τον συναντήσουμε ποτέ, την συμπεριφορά του όμως απέναντι στην αγαπημένη του, φυσικά και ναι.
Αν ο Μανδραγόρας είχε “φωνή”, τι θα έλεγε για τον άνθρωπο που τον αναζητά; Θα τον δικαιολογούσε ή θα τον προειδοποιούσε;
Ο Μανδραγόρας είχε φωνή και την διέθεσε αποκλειστικά στην αγαπημένη του. Προειδοποιεί όμως για την αγάπη, που σε νεαρότερη ηλικία ,όλοι μας ,θεωρούμε πως είναι παντοτινή αλλά δυστυχώς δεν αργεί να μας δηλητηριάσει και να μας αποδείξει το αντίθετο. Η ηρωίδα μου τον επέλεξε και τον τράβηξε, επομένως οι επιλογές μας δεν εγγυούνται πάντα τα καλύτερα.
Το έργο έχει μια σχεδόν τελετουργική ατμόσφαιρα — σαν μύηση. Ήταν αυτός ο ρυθμός συνειδητή επιλογή από την αρχή ή διαμορφώθηκε φυσικά μέσα στη γραφή;
Επικρατούσε στην αρχική μου σκέψη και αργότερα διαμορφώθηκε. Μου αρέσουν πολύ οι συγκεκριμένες ιστορίες και συχνά τις αναζητώ σε βιβλία και ταινίες. Για μένα μύηση είναι, όταν ο αναγνώστης ανυπομονεί να γυρίσει την επόμενη σελίδα, στα βιβλία μου, θέλοντας να διαβάσει με αγωνία τη συνέχεια.
Πώς βλέπετε τη σχέση του ανθρώπου με το “απαγορευμένο” στη λογοτεχνία; Πιστεύετε ότι κάθε συγγραφέας κρύβει μέσα του έναν δικό του Μανδραγόρα;
Μυστήριο κρύβουμε ή ακόμη κι επιζητούμε οι περισσότεροι. Το απαγορευμένο στη λογοτεχνία, από το παρελθόν, αποτέλεσε μεγάλο ενδιαφέρον για τους αναγνώστες. Έχουν δημιουργηθεί ίντριγκες ή ακόμη και λογοκρισίες, κάνοντας τον κόσμο να αναρωτιέται τους λόγους και να αυξάνει πολύ περισσότερο την περιέργεια του. Στον Μανδραγόρα δεν ήταν αυτοσκοπός, ήθελα απλούστατα να διηγηθώ μια ιστορία. Ωστόσο η ακατανίκητη έλξη του ανθρώπου για το άγνωστο και το μυστηριώδες , δεν πρόκειται να σταματήσει ποτέ, ακόμη και τώρα που έχουν αποδειχθεί όλα με την λογική. Θεωρώ όμως ότι η φαντασία υπερισχύει της λογικής.
Αν μπορούσατε να συνομιλήσετε με έναν από τους χαρακτήρες σας εκτός βιβλίου, ποιον θα διαλέγατε και τι θα θέλατε να τον ρωτήσετε;
Θα ήθελα να μιλήσω με την Καλλιόπη, είναι ιδιαίτερη “προσωπικότητα” και σίγουρα έχει συμβουλές για όλους και για όλα. Θα συζητούσαμε επί πάντως επιστητού και κυρίως θα ζητούσα συμβουλές ομορφιάς.
Ο Μανδραγόρας μοιάζει να αγγίζει υπαρξιακά και κοινωνικά θέματα με τρόπο διακριτικό αλλά επίμονο. Πόσο σας απασχολεί η εποχή μας όταν γράφετε; Βλέπετε τη λογοτεχνία ως καθρέφτη ή ως αντίσταση στην πραγματικότητα;
Η πραγματικότητα είναι σκληρή, αρκούν λίγα λεπτά παρακολούθησης ενός ειδησεογραφικού δελτίου, κι αμέσως πέφτουμε σε κατάθλιψη. Θέλω να βλέπω τη λογοτεχνία ως αντίσταση στην πραγματικότητα και διέξοδο, να δραπετεύουμε από τα καθημερινά μας προβλήματα διαβάζοντας βιβλία και μόνο βιβλία. Γνώρισα ανθρώπους που βελτίωσαν την συμπεριφορά τους προς τους άλλους, όταν έπειτα από κάποια χρόνια είχαν διαβάσει πάρα πολλά βιβλία. Μας θρέφουν το μυαλό, μας κάνουν σκεπτόμενους και φυσικά πιο σοφούς. Τα ερεθίσματα που λαμβάνουμε πολλές φορές αγκαλιάζουν την ψυχή μας. Ο κόσμος θα ήταν καλύτερος εάν υπήρχε παιδεία και αν ήμασταν περισσότερο πολιτισμένοι. Είναι μεγάλο κεφάλαιο ο “σιωπηλός κόσμος του βιβλίου”. Θα κλείσω με μια γνωστή φράση την οποία αποδέχομαι και επικροτώ: “Ένας λαός που δεν διαβάζει και δεν γράφει βιβλία, είναι καταδικασμένος”.



0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου