Συνοπτική περίληψη του έργου:
Η ιστορία του Don Corleone και της οικογένεια του η οποία είναι μία από τις Πέντε Οικογένειες του οργανωμένου εγκλήματος στην Νέα Υόρκη.
Ο γιος του Michael μόλις έχει γυρίσει από τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο και θέλει να συνεχίσει μια κανονική ζωή. Κάτι το οποίο δεν θέλει ούτε να ακούει ο Don καθώς τον προορίζει για αρχηγό της Φαμίλιας του.
Ο Michael τελικά θα αναλάβει την αρχηγία της Φαμίλιας μετά την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας κατά του πατέρα του, από άντρες του Sollozzo με τον οποίο και θα ξεκινήσει πόλεμο.

Προσωπική άποψη:
O Francis Ford Coppola μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το δημοφιλές μυθιστόρημα του Mario Puzo και κυριολεκτικά καταφέρνει να μαγέψει. Εμπλουτίζοντάς το με στοιχεία της δικιάς του, ιταλικής καταγωγής, προσφέρει μια ταινία που έμελλε να μείνει στη ιστορία, μια ταινία που δεν μπορεί κανείς να πει ότι είναι κάτι λιγότερο από ένα αριστούργημα της 7ης τέχνης. Μια ταινία που αποτέλεσε το πρώτο μέρος της πιο θρυλικής ίσως μέχρι σήμερα, τριλογίας του σύχρονου κινηματογράφου. Μια ταινία που ταξίδεψε και ταξιδεύει μέχρι και σήμερα μέσα στον χρόνο.Το σενάριο της ταινίας είναι δια χειρός Coppola, για την συγγραφή του οποίου όμως ζήτησε την συμβολή και του ίδιου του συγγραφέα, Mario Puzo. Όμως ήταν το σενάριο ή κινηματογραφήση της ιστορίας το βασικό μέλημα του Coppola; Παρακολουθώντας κανείς την ταινία, αντιλάμβάνεται σαφέστατα πως ήταν το δεύτερο. Ο Coppola δεν θέλει να δημιουργήσει ένα σενάριο βασισμένο στο βιβλίο αλλά, να μεταφέρει το βιβλίο, αφηγούμενος την ιστορία του στο κινηματογραφικό πανί.

Το να μεταφερθεί ολόκληρο το μυθιστόρημα χωρίς περικοπές, όπως αντιλαμβάνεστε ήταν αδύνατον. Γι’ αυτό το λόγο ο σκηνοθέτης εστίασε σε εκείνες τις στιγμές που κινηματογραφικά είχαν τη μεγαλύτερη δυναμική. Το σπουδαίο όμως είναι πως παρ’ όλα ταύτα, κατάφερε να μην κατακρεουργήσει το βιβλίο αλλά αντίθετα, να το εξυψώσει, τόσο στα μάτια αυτών που το έχουν διαβάσει, όσο και στα μάτια εκείνων που αποφάσισαν να το κάνουν βλέποντας την ταινία. Η δυναμική των σκηνών αυτών είναι τόσο έντονη, η κάθε μία από αυτές είναι με τόση φροντίδα και λεπτομέρεια δουλεμένη που τόσο ατομικά, όσο και ενιαία, αποτελούν ένα κινηματογραφικό ποίημα, συνθέτουν σκηνές ανθολογίας. Η αφηγηματική μορφή της ταινίας δεν είναι καινούργια. Έχει δοκιμαστεί πολλάκις και το σημαντικότερο όλων, αποδίδει. Παρακολουθούμε λοιπόν την πορεία μιας οικογένειας μέσα στον χρόνο. Την κληρονομιά μιας οικογένειας που περνάει τελετουργικά από τη μια γενιά στην άλλη. Τους αγώνες μιας οικογένειας να παλέψει ενάντια στα πάθη και τις αντιξοότητες, που παρά τις δολοπλοκίες και τα συμφέροντα, προσπαθεί να μείνει ενωμένη και αδιάσπαστη. Μπορεί η ταινία να είναι εν μέρη γκανγκστερική όμως, ας μην ξεχνάμε πως παρά την εγκληματική της δράση, αφηγείται την ιστορία μιας δεμένης οικογένειας, μιας οικογένειας που πολλοί θα ζήλευαν.

Αν αναλογιστούμε λοιπόν τα παραπάνω, έχουμε μια ταινία, μίξη του γκανγκστερικού μύθου και του κλασσικού οικογενειακού δράματος εποχής. Και εκεί είναι που φαίνεται η μαεστρία του Coppola, στο ότι καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα στα δύο και να μοιράσει ισάξια, τόσο την διάθεση όσο και τα συναισθήματά μας. Παρακολουθούμε την εξέλιξη της ζωής και της δράσης μιας οικογένειας μαφιόζων, όχι μέσω ενός τρίτου, ηθικολογικού ματιού αλλά από τα έσω της. Κρίνουμε με βάση τους δικούς της κώδικες, τους δικούς της ηθικούς και διδακτικούς κανόνες. Μπορεί ορισμένες στιγμές η βία να είναι περισσότερη από αυτή που μπορούμε να αντέξουμε όμως, στηρίζεται και οριοθετείται μέσα στα δικά τους πλαίσια δικαιοσύνης. Κανείς δεν μπορεί να την κατηγορήσει. Πού είναι η μαγκιά σε αυτό; Ότι ουσιαστικά, δεν μπορούμε να κατακρίνουμε και πολύ περισσότερο να μισήσουμε κανέναν.

Η ταινία είναι μια αντρική υπόθεση κάτι που ο Coppola κάνεις εξ’ αρχής ξεκάθαρο. Η γυναικεία παρουσία είναι σχεδόν ανεπαίσθητη, με μικρή εξαίρεση της Diane Keaton στο ρόλο της συζύγου του Michael Corleone, στο ρόλο μιας ξένης γυναίκας που δεν ανατράφηκε για να σκύβει το κεφάλι και είναι η μόνη που αντιδρά βλέποντας την αλλαγή του άντρα της. Οι υπόλοιπες, απλά σιωπούν, ακόμα κι όταν πονάνε, ακόμα και όταν κλαίνε. Οι ίδιοι οι άντρες και οι πατεράδες τους είναι που τις υποτιμούν αφού, δεν τις υπολογίζουν και απροκάλυπτα, λένε ψέματα κοιτάζοντάς τες στα μάτια κάτι που δεν θα έκαναν στους άντρες της οικογένειας.

Όμως δεν είναι μόνο αυτό το στοιχείο που καθορίζει τον αντρικό τύπο της ταινίας. Είναι και ο τρόπος που αντιμετωπίζουν οι Corleone τον θάνατο. Δεν σκοτώνουν αθώους, δεν την πληρώνουν άμαχοι. Τόσο η δικιά τους οικογένεια όσο και των υπόλοιπων μαφιόζων, ακολουθούν έναν κώδικα τιμής, έναν δικό τους κώδικα, έναν κώδικα γεμάτο ηθικούς φραγμούς, όχι για την ζωή του εχθρού τους, τους οποίους όμως παράλληλα σέβονται, αλλά για την ζωή των παράπλευρων ανθρώπων. Μπορεί να είναι μαφιόζοι όμως, δεν είναι στηγεροί εγκληματίες, δολοφόνοι χωρίς οίκτο. Ναι, παρανομούν, χωρίς όμως οι παρανομίες τους αυτές να στερούν την ζωή αθώων, χωρίς να χρειαστεί να εκμεταλλευτούν ή να θυσιάσουν αθώους. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα!

Η βία ωστόσο είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ταινίας. Άλλοτε υποβόσκει προετοιμάζοντάς μας για την έκρηξή της και άλλοτε μας ξαφνιάζει. Συμβαίνει τόσο απότομα, τόσα ξαφνικά και όμως, μας εκπλήσσει, δεν μας σοκάρει. Είναι τόσο τελετουργικά δομημένες στο σύνολό τους που ακόμα κι αν θέλουν να σε σοκαρίσουν δεν τα καταφέρνουν. Σε αφήνουν απλά να παρακολουθείς εκστασιασμένος, συνθέτοντας τα κομμάτια ενός πολύπλοκου οικογενειακού παζλ. Μπορεί ο Coppola να μην είναι κινηματογραφικός υποστηρικτής της βίας όμως, όταν πρέπει να την αξιοποιήσει ξέρει πως να το κάνει.

Το cast του “Νονού” είναι από τα πιο συζητημένα και ολοκληρωμένα όλων των εποχών. Μπορεί η Paramount να είχε τις αντιρρήσεις της όμως, σίγουρα το τελικό αποτέλεσμα την έκανε να αναθεωρήσει. Ο Marlon Brando στον ρόλο του πατέρα πρότυπο της οικογένειας, αποδεικνύει πως παρά το εκκεντρικό του χαρακτήρα του, ήταν από τους πιο ολοκληρωμένους ηθοποιούς του χώρου στα χρονικά. Δεν ακολούθησε κανένα στερεότυπο, αντίθετο μάλιστα. Ενσάρκωσε τον Corleone με ένα δικό του τρόπο, έναν τρόπο που μιμήθηκαν πολλοί πολλάκις στο μέλλον ή που έστω, υιοθέτησαν στοιχεία του. Τα λόγια του μπορεί να μην κατάφερε να τα μάθει απ’ έξω παρ’ όλα ταύτα, το βλέμμα του και η εκφραστικότητά του ήταν αρκετά καλλιτεχνικά προσόντα για να χτίσουν έναν μύθο.

Ο James Caan στο ρόλο του Sonny καταφέρνει να εξωτερικεύσει όλο του το πάθος. Παρά που ο ρόλος του μοιάζει αβανταδόρικος, πολύ εύκολα θα μπορούσε κανείς να παρασυρθεί και να οδηγηθεί σε μανιερισμούς. Ο ρόλος του αφορά έναν άνθρωπο που δεν υποτάσσεται, έναν άνθρωπο δίχως ίχνος ψυχραιμίας και αυτοελέγχου. Αν και ο ίδιος υιοθετούσε τα παραπάνω χαρακτηριστικά, θα είχε θυσιαστεί άδοξα όπως και ο Sonny. Ευτυχώς, δεν ακολούθησε τα χνάρια του, εκείνα που τον οδήγησαν στην αυτοκαταστροφή του, έστω και αν ήταν γεμάτα από αγάπη για την οικογένειά του. Στο αντίθετο άκρο, εκείνο της μετριοπάθειας, συναντάμε τον Robert Duvall, στο ρόλο του Tom, ενός ανθρώπου ανέκφραστου που όμως, ο ίδιος καταφέρνει να εκφράσει εκπληκτικά, έστω και υπόγεια. Σαφώς πιο ορθολογικός και πιο συναισθηματικός από τους υπόλοιπους γιους του Corleone, μαεστρικά καταφέρνει να κουκουλώσει μια μελαγχολική θλίψη.

Ο Al Pacino ίσως στον πιο καθοριστικό και ολοκληρωμένο ρόλο της καριέρας του, έναν ρόλο που τον ακολούθησε μέχρι και την ολοκήρωση της τριλογίας. Μπορεί κανείς να μην το πίστευε, ίσως ούτε και ο ίδιος όμως, πίσω από το αμούστακο τότε πρόσωπό του, κρυβόταν ίσως ο μοναδικός άνθρωπος που θα μπορούσε να αποδώσει τόσο άψογα, τόσο μαγικά, τον χαρακτήρα του Michael. Μαεστρικά χειρίζεται τις μεταπτώσεις του χαρακτήρα του, τον τρόπο με τον οποίο ο Michael προσπαθεί να χειριστεί τα πράγματα, τα προσωπικά του διλήμματα. Όσο και να μην θέλει, πρέπει να ακολουθήσει την μοίρα του, όλα άλλωστε επιβεβαιώνουν ότι είναι γνήσιος γιος του πατέρα του. Ένας ονειρεμένος Pacino ο οποίος και ξεκίνησε τότε να χτίζει το όνομα που απέκτησε στις επόμενες δεκαετίες, ένας Pacino σε μια ερμηνεία που έδειξε ότι ξέρει να διαχειρίζεται τα προσόντα του, με κορυφαία ίσως την σκηνή της βάπτισης.

Ο Coppola είχε ένα όραμα και ευτυχώς για μας, κατάφερε να το ολοκληρώσει όπως ήθελε. Τι άλλο μπορεί να πει κανείς, νομίζω πως ότι είχα να πω το είπα. Η μαγική σκηνοθετική ματιά του Coppola, η καθηλωτική κινηματογράφισή του, η ονειρική φωτογραφίας, οι ασύλληπτες ερμηνείες κορυφαίων ηθοποιών, τα πάντα συνηγορούν σε ένα αριστούργημα. Συνοδεία της μουσικής του Rota, “Ο Νονός” είναι αδιαμφισβήτητα ένα από εκείνα τα φιλμ, που όχι μόνο λατρεύουν όλοι αλλά που βλέπεις ξανά και ξανά το ίδιο ευχάριστα με την πρώτη φορά.
Βαθμολογία 10/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Ο Νονός
Είδος: Γκανγκστερική
Σκηνοθέτης: Francis Ford Coppola
Πρωταγωνιστές: Marlon Brando, Al Pacino, Robert Duvall, James Caan, Diane Keaton, Richard S. Castellano, Sterling Hayden, Talia Shire, John Marley, Al Lettieri
Μουσική: Nino Rota
Παραγωγή: 1972
Διάρκεια: 175’

Επίσημο site:
http://www.thegodfather.com/