"Ο βασιλιάς της" του Χ.Α. Χωμενίδη

«Δεν ήταν για σένα, Μενέλαε, η Ελένη...» µου ’χε πει κάποτε ο Οδυσσέας.
«Για κανέναν δεν ήταν. Τέτοια οµορφιά πόσο να την αντέξεις;»
Ακούγονταν πειστικά τα λόγια του. Ότι µε έπνιγε η καλλονή της ή το πένθος της ή η µπερδεµένη, αξεδίψαστη ψυχή της. Έπειθαν. Μα δεν ίσχυαν. Ακούστε τη δική µου αλήθεια.
Την άφησα να φύγει επειδή την αγαπούσα. Και ήξερα, ένιωθα, λαχταρούσα να ξαναρχίσει τη ζωή της αλλιώς. Τι θα πει αγαπάω; Ανάθεµα αν έχετε προφέρει αυτό το ρήµα πέντε φορές σε όλη σας τη ζωή, τις τέσσερις για τη µάνα σας. Το τρέµετε – σας έχουν µάθει να το τρέµετε. Αγαπάω σηµαίνει γίνοµαι εκείνη που αγαπάω. Η µοίρα της δική µου µοίρα. Αν πέθαινε η Ελένη, θα θαβόταν η καρδιά µου. Όταν την είδα να σαλπάρει µε τον Πάρη, φρέσκος αέρας, δροσερός, φύσηξε εντός µου.
«Σου άρπαξε τη γυναίκα το κωλόπαιδο!» Καγχάζω. Μου ανήκε η Ελένη; Δε µας ανήκει τίποτα – το παρελθόν; το µέλλον; ό,τι µπορούµε να αγκαλιάσουµε ή να κουβαλήσουµε στην πλάτη µας; όχι! τίποτα, τίποτα! Τη στιγµή µόνο έχουµε. Και για να µη µας φύγει, τη λιώνουµε µες στην παλάµη µας. Εγώ δεν την έλιωσα τη στιγµή. Την άφησα να φτερουγίσει. Μακριά µου.
Η ιστορία µας βάφτηκε στο αίµα και στο ψέµα. Συνέβησαν όλα διαφορετικά από ό,τι τα έχετε ακούσει, συνέβησαν πάντως και θα ξανασυµβούν χίλιες χιλιάδες φορές ως τη συντέλεια του κόσµου – και λοιπόν; Βρίσκετε τίποτα ωραίο σε αυτά;
Ωραίο ήταν το δειλινό που το ’σκασε η Ελένη µε τον Μενέλαο. Ωραίο ήταν το χάραµα που ανοίχτηκε στο πέλαγος µε τον Πάρη. Παραδοµένη στη θεϊκή χαρά της. Εγκαταλείποντας τα πάντα πίσω της. Αυτό θα έπρεπε να ψάλλουν οι αοιδοί.

"Τζάμπα η παράταση" του Κώστα Καβανόζη

Ο πατέρας πρόκειται να ξεψυχήσει ξαπλωµένος στην παραλία κι ο γιος τού ανακοινώνει ότι θα κολυµπήσει.
Τρεις φίλοι βρίσκονται όλοι µαζί και διασκεδάζουν για τελευταία φορά, προτού το χιόνι σκεπάσει τα πάντα αµετάκλητα.
Ένα αγριογούρουνο εγκλωβίζει πεινασµένους στρατιώτες πάνω στα κλαδιά ενός δέντρου και τέσσερις γυναικείες νεκροκεφαλές δεν θα αποχωριστούν ποτέ τα κοσµήµατά τους.
Το αυτοσχέδιο ποδοσφαιρικό µατσάκι στο νησί αρχίζει αξηµέρωτα υπό τους προβολείς των αυτοκινήτων και η πανύψηλη λεύκα που κόβεται από τη ρίζα της δεν είναι διακοσίων αλλά µόλις τριάντα εννέα ετών.
Εκείνο που διαπερνά τις είκοσι ιστορίες του βιβλίου είναι η ονειρική αποτύπωση των πραγµάτων στη µνήµη και στα βιώµατα. Η συλλογή διηγηµάτων "Τζάµπα η παράταση" µιλάει για τα εφήµερα που είναι προορισµένα να διαρκέσουν.

"Τι όμορφη που είναι η ζωή" της Μαρίας Λαϊνά

«Το πρωί είναι το χειρότερο. Εκεί που ξηµερώνουν οι προσδοκίες. Και τα πράµατα που έχω να κάνω, ό,τι έχω αφήσει σε εκκρεµότητα όλον αυτό τον καιρό; Τα τηλεφωνήµατα, οι διευθετήσεις, η υποµονή, η υποµονή που πρέπει να δείξω στο συνηθισµένο κανονικό, η προσπάθεια να αισθανθώ ή να µην αισθανθώ αν ακούσω κάτι δυσάρεστο; Παρακαλάω να κοιµηθώ αµέσως, να µην προλάβω να σκεφτώ, µην προλάβω να σκεφτώ άλλο».
Μια γυναίκα, καθώς µεγαλώνει, βρίσκει ξαφνικά τον εαυτό της να βιώνει συναισθήµατα που είχε βιώσει η µητέρα της πριν, αλλά εκείνη τα αγνοούσε όταν ήταν νέα. Μια κατάθεση κατάθλιψης, όπου αναθεωρούνται ιδέες και σκέψεις. Μια περιπέτεια ζωής για τον ανελέητο χρόνο. Όπου ο άνθρωπος µόνο αν γίνει ερείπιο, θα φτάσει στο τέρµα.

"Κινούμενο χάος - Βιβλίο 2: Η ερώτηση στην απάντηση" του Patrick Ness

ΒΡΑΒΕΙΟ GUARDIAN CHILDREN’S FICTION
ΣΥΝΤΟΜΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΤΡΙΛΟΓΙΑ
Τρέχοντας να ξεφύγουν από έναν αμείλικτο στρατό, ο Τοντ και η Βάιολα βρίσκονται πάλι πρόσωπο με πρόσωπο με τον χειρότερο εχθρό τους, τον Δήμαρχο Πρέντις.
Ο Τοντ θα αιχμαλωτιστεί αμέσως και θα κρατηθεί μακριά από τη Βάιολα, για να εκπαιδευτεί στις μεθόδους της νέας τάξης του Δημάρχου.
Και μια μέρα, αρχίζουν να σκάνε οι βόμβες.