Συνοπτική περίληψη του βιβλίου:

Το καθεστώς παντοδυναμίας του διαβόητου Βαρόνου Ρόιτερχολμ πλησιάζει προς το τέλος του και το κυνήγι απέναντι σε όσους συνωμότησαν εναντίον του εντείνεται. Σε ένα γράμμα είναι καταγεγραμμένα τα ονόματα όλων τους. Και το γράμμα αυτό τελευταία φορά το είδαν στα χέρια της Άννας Στίνας Κναπ, της οποίας τα ίχνη έχουν χαθεί.
Ο Τίκο Σέτον, κυνηγημένος μετά την αποκάλυψη των εγκλημάτων του, περιπλανιέται στην πόλη, προσπαθώντας να αποκαταστήσει τη χαμένη του τιμή. Μοναδική του ελπίδα η συμφιλίωση με εκείνους που κάποτε τον εκδίωξαν. Προκειμένου να λάβει συγχώρεση, σκοπεύει να προκαλέσει ένα τόσο εντυπωσιακό και φρικιαστικό χάος, που μπροστά του ό,τι έχει κάνει μέχρι τώρα θα ωχριά.
Ο Έμιλ Βίνγκε είναι αποφασισμένος να τον σταματήσει. Νιώθει όμως μόνος του σε αυτό το κυνήγι. Ο σύντροφός του Μίκελ Καρντέλ, με φριχτά εγκαύματα στο σώμα του, αναζητά την Άννα Στίνα Κναπ θεωρώντας τον εαυτό του υπεύθυνο για τον θάνατο των παιδιών της. Εκείνη όμως παραμένει άφαντη.

Προσωπική άποψη:
Όταν πριν από τέσσερα χρόνια ήρθα για πρώτη φορά σ' επαφή με τον Niklas Natt och Dag και την πένα του, ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα με κατέκλυσε, και αυτό γιατί ήρθα αντιμέτωπη με ένα είδος γραφής στο οποίο δεν ήμουν συνηθισμένη, πολύ περισσότερο δεδομένου ότι αυτό ήταν τοποθετημένο στα πλαίσια μιας τόσο ιδιαίτερη κι έξω από τα συνηθισμένα εποχής. Ίσως αυτός να ήταν και ο κυριότερος λόγος που το πρώτο βιβλίο της εν λόγω τριλογίας δε με καθήλωσε απλά, αλλά με μάγεψε, με έναν τρόπο πέρα από κάθε τι τετριμμένο, και με έκανε να περιμένω με αγωνία το επόμενο -που μπορεί να μην ήταν τόσο καθηλωτικό όσο ο προκάτοχός του, αλλά και πάλι κατάφερε να με παρασύρει με τον τρόπο του- και μετά απ' αυτό, τι άλλο, παρά το φινάλε της αιματηρής αυτής ιστορίας, που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσες να γνωρίζεις το που θα καταλήξει, αλλά σίγουρα δεν περιμένεις κάπου όπου όλα θα είναι ρόδινα.

Το προηγούμενο βιβλίο της σειράς μάς είχε αφήσει με ένα πολύ σκοτεινό και σκληρό φινάλε και ως εκ τούτου, το τρίτο και τελευταίο της βιβλίο δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει την αφήγησή του με διαφορετική διάθεση από αυτή -και δεν είναι κάτι που θα το επιθυμούσαμε κιόλας-, και για να είμαστε πιο ακριβείς, ξεκινάει ακριβώς από εκεί που μας άφησε. Για μια ακόμα φορά, ο συγγραφέας μάς ταξιδεύει σε μια σκοτεινή και βλοσυρή εποχή, όπου η Ευρώπη βρισκόταν στο επίκεντρο τεράστιων αλλαγών, πολιτικών, κοινωνικών, ηθικών -και όχι μόνο-, μεταφέροντάς μας με μεγάλη λεπτομέρεια και παραστατικότητα το κλίμα της εποχής, το πως αυτό επηρεάζει και καθορίζει τις συμπεριφορές των ανθρώπων, μα και πως επιδρά στην ψυχοσύνθεσή τους και τι αντίκτυπο έχει αυτή στην καθημερινότητά τους και στη διάδρασή τους με τους άλλους.

Θα μπορούσαμε να πούμε πως, επί της ουσίας, το βιβλίο είναι χωρισμένο σε δύο ενότητες, με την πρώτη να μας κάνει να περιπλανιόμαστε στη Στοκχόλμη μαζί με τους Έμιλ Βίνγκε και Μίκελ Καρντέλ, με τον πρώτο ν' αναζητεί τον Τίκο Σέτον και τον δεύτερο την Άννα Στίνα, ο καθένας τους για τους δικούς του προσωπικούς λόγους. Εκ των πραγμάτων, η ενότητα αυτή κυλάει με μια πιο υποτονική διάθεση η οποία, ωστόσο, θα λέγαμε πως έχει τη σκοπιμότητά της, αφού έτσι μας δίνεται η δυνατότητα να παρατηρήσουμε καλύτερα την πόλη, που δεν αποτελεί απλά ένα σκηνικό στο οποίο εξελίσσεται η ιστορία μας, αλλά πρωταγωνιστικό μέλος αυτής, να δώσουμε βάση ακόμα και στις πιο μικρές λεπτομέρειες, και να κατανοήσουμε εις βάθος πόση δυστυχία επικρατεί σε αυτήν και στους κατοίκους της, μα και πόσο αλλοτριωμένοι είναι οι θεσμοί της, στους οποίους, ο συγγραφέας, δεν διστάζει ν' ασκήσει δριμύ κριτική.

Το δεύτερο μέρος έχει περισσότερη δράση και είναι πιο σαφέστατα πιο γρήγορο ως προς τον ρυθμό του, και σε αυτό βοηθάει η εμφάνιση του Τίκο, που δεν έρχεται απλά για να μας παρουσιάσει τη δικιά του οπτική των πραγμάτων, αναφορικά με τα όσα συνέβησαν κατά την ολοκλήρωση του προηγούμενου κεφαλαίου της τριλογίας, αλλά που μας επιτρέπει να κοιτάξουμε πιο βαθιά στον χαρακτήρα του, να καταλάβουμε τον σκοπό του και να κατανοήσουμε τα κίνητρά του, αυτά που τον καθοδηγούν και τον οδηγούν ακόμα και στο να χειραγωγήσει ανθρώπους, χωρίς απαραίτητα να υπολογίζει τις συνέπειες, μα κυριευμένος από την ανάγκη του να εκδικηθεί. Και η εκδίκηση, εκτός από καταστροφή, μπορεί ν' αποτελεί κι ένα εξαιρετικό κίνητρο, και στην προκειμένη περίπτωση αξιοποιείται με κάθε τρόπο, προσφέροντας τροφή για σκέψη -πολύ περισσότερο όταν αυτή η ενήλικη επιθυμία έρχεται σε σύγκρουση με την παιδική αθωότητα.

Σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως πρόκειται για ένα εύκολο ή ευχάριστο βιβλίο, αλλά αυτό είναι κάτι που ίσχυε και για τα προηγούμενα δύο της τριλογίας, οπότε δεν ξαφνιαζόμαστε ιδιαίτερα. Ωστόσο, το τρίτο μέρος έρχεται να κλείσει τον κύκλο αυτό της βίας και της βαναυσότητας, με μια αρκετά μελαγχολική διάθεση, τόσο ως προς το αφηγηματικό της ύφος όσο και ως προς την ουσίας της. Μια ιστορία που παρά τη ζοφερότητά της και τη σκληρή πραγματικότητα μιας άλλης εποχής, που μας συστήνει χωρίς καμία προσπάθεια ωραιοποίησης ή συγκάλυψης, έχει μια αρκετά φιλοσοφική διάθεση, έχοντας στο επίκεντρό της την πίστη και τις διαφωνίες που αυτή προκαλεί, τη σύγκρουση ανάμεσα στο καλό και στο κακό -με το δεύτερο να υπάρχει πολλές φορές εγγενώς στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής-, μα και το πόσο βαρύ μπορεί να γίνει το αίσθημα της ενοχής, καθορίζοντας το είναι μας. Κι αν οι ήρωές μας δεν φτάνουν στο ευτυχισμένο τέλος τους, ίσως να έχουν ελπίδα να φτάσουν σε αυτό ή τουλάχιστον, να επιβιώσουν ώστε να προσπαθήσουν.
Βαθμολογία 8,5/10

Ταυτότητα βιβλίου:
Συγγραφέας: Niklas Natt och Dag
Μεταφραστής: Κονδύλης Γρηγόρης
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Κατηγορία: Ξένη Λογοτεχνία
Έτος Έκδοσης: 2023
Αρ. σελίδων: 608
ISBN: 978-618-03-2844-8