"Νόστος" του Χρήστου Γ. Φλουρή

Από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στην Κρήτη, πρωτοαντίκρισα τα βουνά και είδα τη θάλασσα, δεν ξέρω πώς, ενεργοποιήθηκε μέσα μου ένας αρχέγονος μηχανισμός, το ένστικτο ίσως, που με κάνει να μην είμαι πια ο ίδιος. Ίσως να ξύπνησαν απότομα με το νερό, με τον αέρα, με τις μυρωδιές όλοι οι πεθαμένοι πρόγονοι που κουβαλώ μέσα μου και ζητάνε δικαίωση… ή μπορεί και οι αδικαίωτοι άνθρωποι να μην πεθαίνουν ποτέ. Και τώρα σαν να απαιτεί ο καθένας από αυτούς να πάρω πίσω εγώ όλα όσα αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν εκείνοι φεύγοντας… Σαν να φορτώθηκα ξαφνικά ένα βάρος στις πλάτες μου, έναν βράχο πελώριο που πρέπει να τον κουβαλήσω ή μάλλον να τον σπρώχνω για όλη την υπόλοιπη ζωή μου στον ανήφορο σαν τον Σίσυφο.
«Να μην πας ποτέ στην Κρήτη», με συμβούλευε μέχρι τα στερνά του ο παππούς μου. «Μ’ ακούς; Ποτέ!» μου έλεγε. «Γιατί μια φορά να πατήσεις το χώμα της και πιεις το νερό της, μια φορά να βρέξεις τα πόδια σου στη θάλασσά της, θα ξυπνήσει το αίμα… Κι άμα ξυπνήσει το αίμα, γυρισμός δεν υπάρχει. Ύστερα, παντού, όπου και να πας, θα ’ναι ξενιθιά».