"Ακούσια συνενοχή" της Κατερίνας Χατζημαρκάκη
Δυο χωριά κρυμμένα μέσα στις δασωμένες πλαγιές του Ασπροποτάμου Καλαμπάκας. Το ένα, παγιδευμένο μέσα σ’ έναν όρκο σιωπής, αποκόπτοντας τη μικρή του κοινωνία από τον υπόλοιπο κόσμο και σέρνοντας τους κατοίκους του αργά, αλλά σταθερά, στη σήψη και την αποσύνθεση. Το άλλο, εγκαταλελειμμένο. Τα σπίτια του έχουν ρημάξει και έχουν γίνει βορά στην πλούσια χλωρίδα της περιοχής, καθώς οι κισσοί πλέκουν δίχτυα στους τοίχους τους και τα χόρτα φυτρώνουν στις στέγες τους. Οι κάτοικοι αυτού του χωριού το εγκατέλειψαν μέσα σ’ ένα βράδυ, χωρίς ποτέ να πουν στις αρμόδιες αρχές τον λόγο που τους έκανε να το εγκαταλείψουν έτσι ξαφνικά. Δυο κυρίαρχες οικογένειες της περιοχής είναι ενωμένες από την ειμαρμένη, με αγάπη, μίσος και έντονες στιγμές που πέρασαν απαρατήρητες, γιατί δεν μπόρεσαν να συνειδητοποιήσουν την αξία τους τη στιγμή που έπρεπε. Δυο αδελφές ζουν στο ένα από αυτά τα χωριά, βαδίζοντας σε επικίνδυνες ατραπούς. Η Μάρθα, με τη ζήλεια της, να ταΐζει με οργή και θυμό την ψυχή της, μεταμορφώνοντάς τη σε δυνάστη, δολοπλόκο και δολοφόνο, και η Κορίνα, η οποία επιλέγοντας την ανοχή και τη συγκάλυψη των πεπραγμένων της αδελφής της, να αλυσοδένεται με την κατάρα της ΑΚΟΥΣΙΑΣ ΣΥΝΕΝΟΧΗΣ. Γύρω από αυτά τα χωριά, τους κατοίκους τους, τις δυο οικογένειες και τις δυο αδελφές, περιφέρονται ακαθόριστες μορφές, οι οποίες κάποιες φορές διαγράφονται προσπαθώντας ν’ αποκτήσουν σχήμα και άλλες εξαφανίζονται. Είναι φαντάσματα αδικημένων ψυχών που γυρεύουν δικαιοσύνη και εκδίκηση. Άραγε, οι νεκροί εκδικούνται;
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου