"Οι θριαμβεύτριες" της Laetitia Colombani

Η σαραντάχρονη Σολέν, εξαιρετικά επιτυχημένη δικηγόρος, προσπαθεί, μετά από ένα τραγικό περιστατικό, να ξεπεράσει την κατάθλιψη προσφέροντας εθελοντικά τις υπηρεσίες της σε μια εστία στο Παρίσι που φιλοξενεί γυναίκες που χρειάζονται βοήθεια. Εκεί αναλαμβάνει καθήκοντα δημόσιου γραφέα, εξυπηρετώντας όσες δεν είναι σε θέση να συντάξουν μόνες τους μια επιστολή. Άστεγες, μετανάστριες, κακοποιημένες, εξαρτημένες από ουσίες, προερχόμενες από χαμηλά κοινωνικά στρώματα κι έχοντας ζήσει στο περιθώριο της κοινωνίας, οι γυναίκες αυτές αντιμετωπίζουν τη Σολέν με δυσπιστία. Θα χρειαστεί να παλέψει για να βρει μια θέση ανάμεσά τους, προσεγγίζοντας ταυτόχρονα κόσμους που ως τότε γνώριζε μονάχα θεωρητικά. Περίπου έναν αιώνα νωρίτερα, η Μπλανς Περόν, η τότε επικεφαλής του Στρατού της Σωτηρίας, είχε δώσει τη δική της μάχη προκειμένου η εστία αυτή, το Μέγαρο των Γυναικών, να μπορέσει να υπάρξει και να λειτουργήσει, προσφέροντας ένα τεράστιο ανθρωπιστικό έργο.
Αφηγούμενη παράλληλα τις δύο αυτές ιστορίες, εκ των οποίων εκείνη της Μπλανς Περόν είναι πραγματική, η Λετισιά Κολομπανί προσεγγίζει με ευαισθησία τις σκληρές ζωές των περιθωριοποιημένων γυναικών της εστίας, που πολεμούν με τις αντιξοότητες προσπαθώντας να υπερνικήσουν τις δυσκολίες και να βγουν θριαμβεύτριες από τον δύσκολο και άνισο αυτό αγώνα. Άλλες θα τα καταφέρουν κι άλλες όχι, το πιο σημαντικό όμως είναι ο ίδιος ο αγώνας, ο αγώνας για τη ζωή.

"Εξουθένωση" του Μισέλ Φάις

Εβδοµήντα µία ιστορίες στη φόρµα του διαλόγου ή του µονολόγου (θεατρικής ή κινηµατογραφικής πνοής). Εβδοµήντα ένα ντοκιµαντέρ ονείρων που βλέπουν ή υποδύονται ότι βλέπουν οι εξουθενωµένοι ήρωες µιας οµόκεντρης συλλογής διηγηµάτων. Χαρακτήρες που πασχίζουν να υπάρξουν σ’ έναν κόσµο αβέβαιο, ακραίο, απαθή. Ατοµικές ή συλλογικές φοβίες, πανικοί και παραισθήσεις διαπερνούν, ως µια γενικευµένη παραλυσία, αυτά τα διηγήµατα. Πρόσωπα που κινούνται στην κόψη ιδιωτικού και δηµόσιου, επείγοντος και ανίας, κενού και φάρσας, καταστροφής και αφύπνισης. Ο Μισέλ Φάις µε την Εξουθένωση ξαναπιάνει το διηγηµατογραφικό νήµα της γραφής του από το 1999 (Απ’ το ίδιο ποτήρι και άλλες ιστορίες, Κρατικό Βραβείο Διηγήµατος, 2000).

"Τα εκατό χρόνια της Λέννι και της Μάργκο" της Marianne Cronin

Μια ανάσα είναι η ζωή. Η Λέννι, στα δεκαεφτά της μόλις χρόνια, έχει συνειδητοποιήσει πόσο γρήγορα κυλά ο χρόνος – ζει στην πτέρυγα για τους ασθενείς με ανίατα νοσήματα με μοναδικό φίλο τον εφημέριο του νοσοκομείου. Διψώντας για εμπειρίες στο μικρό διάστημα που της απομένει να ζήσει, η Λέννι γράφεται σ’ ένα μάθημα εικαστικών. Γνωρίζει εκεί την ογδοντατριάχρονη Μάργκο, που έχει καρδιά επαναστάτριας. Γίνονται αμέσως φίλες και διαπιστώνουν ότι και οι δύο μαζί έχουν ζήσει εκατό χρόνια, τόσο είναι το άθροισμα των ηλικιών τους. Για να γιορτάσουν τον συναρπαστικό αυτόν αιώνα, τα εκατό κοινά τους χρόνια, αρχίζουν να ζωγραφίζουν τις εκπληκτικές ιστορίες τους: για τα νιάτα και τα γηρατειά, τον έρωτα και την οικογένεια, για το πώς είναι να δίνεις χαρά και να δέχεσαι καλοσύνη, για το πώς είναι να χάνεις και να βρίσκεις τους ανθρώπους. Όσο βαθαίνει αυτή η τελευταία φιλία για τη Μάργκο και τη Λέννι, ένα πράγμα γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο: η ζωή θα προχωρά ακόμη και όταν οι δυο τους δε θα είναι πια «εδώ».

"Πριν σβήσουν τα φώτα" του Μίμη Ανδρουλάκη

Αναζητώντας τον Εαυτό του, εκπλήσσεται: «Εγώ είμαι οι άλλοι». Εκατοντάδες. Μια γενετική λοταρία στα βουνά της Κρήτης. Ταξίδι σε ένα παρελθόν πανταχού παρόν. Η Αυτοβιογραφία γίνεται ιστορία-πινακοθήκη μιας συναρπαστικής εποχής: πορτρέτα, εικόνες, σκηνές, χρώματα, δράματα κι ευτράπελα. Τα μυστικά των «πάνω» –επιφανών πολιτικής, τέχνης, επιστήμης και πλούτου– τέμνονται με τις ανέκδοτες ιστορίες των «κάτω», των απλών ανθρώπων. Από μια επαρχιακή Μαγική πόλη σε Αθήνα-Πειραιά της αντίστασης και των παράνομων οργανώσεων. Ο Μίμης Ανδρουλάκης είχε δεσμευτεί να «μιλήσει» μετά 50 χρόνια. Τώρα συμπληρώνει τις λευκές σελίδες της πρόσφατης ιστορίας, με πρώτες το «Πολυτεχνείο ’73» και την «Ύβριν» Νο 8.

"Εννέα ιστορίες" του J. D. Salinger

Εννέα ιστορίες που άρχισαν να γράφονται το 1948 και εκδόθηκαν το 1953. Πρώτη ανάμεσά τους, το διήγημα «Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα», που πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό Νew Υorker τον Ιανουάριο του 1948, τρία χρόνια πριν από την έκδοση του "Φύλακα στη σίκαλη" (νέα έκδοση σε μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδη, Εκδ. Πατάκη, 2020), που έμελλε να τον καθιερώσει. Εννέα ιστορίες για τη ζωή της αποπροσανατολισμένης αμερικανικής κοινωνίας λίγα χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, με ήρωες εν τέλει τραγικούς, ακόμη και μες στην ανοησία τους.